-
1 κρόκινος
-
2 λεῖος
λεῖος, α, ον, später auch 2 Endgn, laevis, glatt; λεῖος ὥςπερ ἔγχελυς Ar. bei Ath. VII, 299 b; καὶ ὀλισϑηρός, Luc. Tim. 29; Ggstz von τραχύς, Xen. Mem. 3, 10, 1, wie Arist. H. A. 9, 37; geglättet, geebnet, χῶρος λεῖος πετράων, glatt von Felsen, eben, weil keine Felsen dasind, Od. 5, 443; ἱππόδρομος, Il. 23, 330; ὁδός, Od. 10, 103; Hes. O. 286, wie Her. 9, 69; Plat. Legg. VIII, 833 b; auch ἄροσις λείη, Od. 9, 134, λεῖα δ' ἐποίησεν, machte sie dem Boden gleich, Il. 12, 30; λεῖον καὶ ὁμαλὲς πεδίον Plat. Critia. 118 a, u. sonst in Prosa, πεδίον καὶ λείους γηλόφους Xen. An. 4, 4, 1; – glatt am Kinn, unbärtig, ἦν λεῖος τὸ γένειον Ar. Ran. 48; vom Meere, glatt, ruhig, Her. 2, 117; auch von anderen glatten Dingen, ὅσα ὑφαντὰ καὶ λεῖα Thuc. 2, 97, wie λεῖον ὕφασμα Plat. Polit. 310 e; übertr., λείου καὶ τραχέος παϑήματος Tim. 63 e; sanft, mild, παρηγόρουν λείοισι μύϑοις Aesch. Prom. 650; πνεῦμα λ. καὶ καϑεστηκός Ar. Ran. 1004; πρὸς τὸ ἥμερόν τε καὶ λεῖον τοῦ ἤϑους Plat. Crat. 406 a; λειότερος ἔλεος Pol. 20, 9, 11. – Von der Stimme, φωνή, im Ggstz der τραχεῖα, Plat. Crat. 406 a; περὶ φωνὰς γιγνόμενα λεῖα καὶ βαρέα Polit. 307 a; oft bei den Rhetoren; κίνημα, S. Emp. adv. math. 7, 242; ἡ λεία τῆς σαρκὸς κίνησις pyrrh. 1, 215 (vgl. Plut. adv. Col. 27), wie λείως κινεῖν τὴν αἴσϑησιν S. Emp. adv. mus. 44. – Vom Geschmack, Tim. Locr. 100 e. – Adv., ἔρχεσϑαι, gelassen, Plat. Theaet. 144 b u. A.
-
3 λίς
λίς, ἡ, alte epische verkürzte Form für λισσή, λὶς πέτρη, Od. 12, 64. 79, der glatte Fels. S. auch λιτός. – Hierher kann man auch die homerische Form λῑτί u. λῖτα rechnen, die andere gegen Aristarch's u. Herodian's Vorschrift λῖτι u. λιτά betonen u. auf λιτός oder einen nom. λῖτον zurückführen (welcher letztere für λῖτα hinreicht, was nach Wolf Anal. 4 p. 501 acc. plur. ist) u. für λιτί einen Metaplasmus annehmen; richtiger scheint ein nom. λίς oder λῖ, = λισσόν, λεῖον, anzunehmen, ein glattes, schlichtes Gewebe, ohne Stickerei oder eingewebte Verzierung, das bei Hom., über die Sessel gebreitet, zur Unterlage für künstlich durchwirkte Teppiche, ῥήγεα, dient, wozu Ath. II, 48 c bemerkt ἤτοι λευκὰ καὶ μὴ βεβαμμένα ἢ πεποικιλμένα; Thuc. setzt 2, 97 eben so λεῖα u. ὑφαντά einander gegenüber; der dat. in der Vrbdg ἐν κλισίῃσι δὲ ϑέντες ἑανῷ λιτὶ κάλυψαν, Il. 23, 254, wie 18, 352 von dem einfachen weißen Leichentuch, mit welchem der Todte auf dem Paradebette bedeckt wird; sonst nur noch in der Nachahmung des Orph. Arg. 877. 1223; der acc., Od. 1, 130, in der Vrbdg ἐς ϑρόνον εἷσεν ἄγων, ὑπὸ λῖτα πετάσσας, καλόν, δαιδαλέον, wo die letzten beiden Prädikate auf ϑρόνον zu beziehen sind, setzte ihn auf einen schönen, kunstvoll gearbeiteten Sessel, nachdem er ein schlichtes Gewebe darunter gebreitet hatte, vgl. 10, 353 u. Il. 8, 441, ἅρ ματα δ' ἂμ βωμοῖσι τίϑει κατὰ λῖτα πετάσσας, zum Bedecken des Wagens. – Bei Hadr. 1 (VI, 332) steht ἄνϑετο δοιὰ λίτα πολυδαίδαλα, wo sowohl die Quantität des ι, als das Beiwort πολυδ. dem homerischen Gebrauche nicht entspricht, u. daher verschiedene Aenderungsversuche gemacht sind, vgl. Jacobs.
-
4 ὑφαντός
-
5 ῥόμβος
ῥόμβος, ὁ, att. ῥύμβος, 1) jeder kreisförmige Körper; dah. – a) der Kreisel, ein Spielzeug der Knaben, τροχίσκος, ὃν στρέφουσιν ἱμᾶσι τύπτοντες, καὶ οὕτω κτύπον ἀποτελοῠσιν, Schol. Ap. Rh. 1, 1139. – b) der Zauberkreisel, das Rad, das Zauberer u. Zaubrerinnen bei magischen Gebräuchen, Weihungen, Beschwörungen umzudrehen pflegten; Theocr. 2, 30; Luc. D. Mer. 4, 5. – Aber ῥόμβῳ καὶ τυπάνῳ Ῥείην Φρύγες ἱλάσκονται Ap. Rh. 1, 1139, E. M., ist = ῥόπτρον, Pauke. – c) eine mathematische Figur, die zwei mit der Grundfläche aufeinandergesetzte Kegel bildet, ein Rhombus, M, them.; vgl. Schol. Theocr. 2, 18; u. so auch Ath. XII, 525 zu nehmen: κρόκινα ῥόμβοις ὑφαντά, wo Schweigh. zu vgl. – Daher d) ein Fischgeschlecht, die Rochen, Butten, Schollen, wegen ihrer Aehnlichkeit mit der Gestalt eines Rhombus, Ath. VII, 330. – 2) schnelle, kreisförmige Bewegung, Umschwung; αἰετοῠ ῥόμβον ἴσχει Pind. I. 3, 65; das Herumbewegen im Kreise, das Schleudern, ἀκόντων Ol. 13, 94; ῥόμβῳ ἑλισσομένα κύκλιος ἔνοσις Eur. Hel. 1378; sp. D.
-
6 ὑφαντός
См. также в других словарях:
ὑφαντά — ὑφαντός woven neut nom/voc/acc pl ὑφαντά̱ , ὑφαντός woven fem nom/voc/acc dual ὑφαντά̱ , ὑφαντός woven fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφάντας — ὑφάντᾱς , ὑφάντης weaver masc acc pl ὑφάντᾱς , ὑφάντης weaver masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουσκουσέδες — Υφαντά με σγουρή επιφάνεια. Βλ. λ. Κρήτη (Έθιμα και παραδόσεις) … Dictionary of Greek
ὑφαντάς — ὑφαντά̱ς , ὑφαντός woven fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υφαντουργία — Η βιομηχανία κατασκευής υφασμάτων. Mέχρι το 18o αιώνα οι άνθρωποι γνώριζαν μόνο τη χειροποίητη υφαντική τέχνη. Η μηχανοποίηση εμφανίστηκε στην Αγγλία το 1785 και από τότε πέρασε από πολλά στάδια εξέλιξης. Την ίδια εποχή, εξαιτίας της ανάπτυξης… … Dictionary of Greek
Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Δωδεκάνησα — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.663 τ. χλμ., 190.071 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται Ν της Σάμου και της Ικαρίας έως το Λιβυκό πέλαγος και Α των… … Dictionary of Greek
φρυγία — Ιστορική περιοχή της Τουρκίας στο μικρασιασιατικό υψίπεδο, του οποίου αποτελεί το δυτικό τμήμα. Στην αρχαιότητα η ονομασία Φρυγία υποδήλωνε μια ζώνη πιο εκτεταμένη από τη σημερινή, η οποία εκτεινόταν από τον ποταμό Άλυ (το σημερινό Κιζίλιρμακ)… … Dictionary of Greek
Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εθνογραφικό Κύπρου (πρώην Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου) — Ιδρύθηκε το 1939 από την Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών. Η συλλογή του στεγάζεται σήμερα στο παλαιό Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο (πλατεία Αρχιεπισκόπου Κυπριανού), ένα γοτθικό κτίριο του 15ου αι. με πολλές μεταγενέστερες προσθήκες, ένα τμήμα του οποίου είχε … Dictionary of Greek