-
1 λιθακός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθακός
-
2 λίθαξ
II as fem. Subst., = λίθος, Arat.1112, Orph.A. 613; κωφὴ λ., of a gravestone, AP7.392 (Heraclid. Sinop.); of a precious stone, Man.6.343; λ. τρητὴν σπόγγῳ ἐειδομένην, of the pumice-stone, AP6.66 (Paul. Sil.).2 in pl., stony land, Epic.in Arch.Pap.7.10, v.l. in Nic. Th. 150; cf. ἕρμαξ.
См. также в других словарях:
ύσσακος — Α (κατά τον Φώτ.) «πάσσαλος». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ὕσσακος, ὑστακός, ὕσταξ είναι όροι τού καθημερινού λεξιλογίου, αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζουν επίθημα ακος (πρβλ. λιθ ακός, τριβ ακός) και αξ (πρβλ. κάμ αξ, λίθ αξ) αντίστοιχα. Η σημ. τής λ.… … Dictionary of Greek
ψήφαξ — ακος, ὁ, Μ ψᾱφαξ*, ψήφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. λίθ αξ)] … Dictionary of Greek
σάλαξ — ακος, ὁ, Α κόσκινο τών μεταλλουργών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλος + εκφραστικό επίθημα αξ (πρβλ. λίθ αξ, μύλ αξ, ψύδρ αξ)] … Dictionary of Greek
μύλαξ — μύλαξ, ακος, ὁ (Α) 1. μυλόπετρα 2. μεγάλη και στρογγυλή πέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. λίθ αξ)] … Dictionary of Greek
κλώμαξ — και κρώμαξ, ακος, ὁ (Α) σωρός λίθων ή πετρώδης τόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Σχηματισμός σε αξ κατά τα λίθ αξ, βῶλ αξ. Το θ. κλω μ πιθ. από κάποιο αμάρτυρο ρηματ. παρ. *κλῶ μος («ρωγμή»;) < κλάω / ῶ «σπάζω», τ. που προϋποθέτει τη σπάνια… … Dictionary of Greek
στυράκινος — ίνη, ον, ΜΑ κατασκευασμένος με στύρακα («χρῑσμα στυράκινον», Διοσκ.) αρχ. κατασκευασμένος από το ξύλο τού δένδρου στύραξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στύραξ, ακος (Ι) + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] … Dictionary of Greek