Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λῐθ-ᾰκός

См. также в других словарях:

  • ύσσακος — Α (κατά τον Φώτ.) «πάσσαλος». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ὕσσακος, ὑστακός, ὕσταξ είναι όροι τού καθημερινού λεξιλογίου, αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζουν επίθημα ακος (πρβλ. λιθ ακός, τριβ ακός) και αξ (πρβλ. κάμ αξ, λίθ αξ) αντίστοιχα. Η σημ. τής λ.… …   Dictionary of Greek

  • ψήφαξ — ακος, ὁ, Μ ψᾱφαξ*, ψήφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. λίθ αξ)] …   Dictionary of Greek

  • σάλαξ — ακος, ὁ, Α κόσκινο τών μεταλλουργών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλος + εκφραστικό επίθημα αξ (πρβλ. λίθ αξ, μύλ αξ, ψύδρ αξ)] …   Dictionary of Greek

  • μύλαξ — μύλαξ, ακος, ὁ (Α) 1. μυλόπετρα 2. μεγάλη και στρογγυλή πέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. λίθ αξ)] …   Dictionary of Greek

  • κλώμαξ — και κρώμαξ, ακος, ὁ (Α) σωρός λίθων ή πετρώδης τόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Σχηματισμός σε αξ κατά τα λίθ αξ, βῶλ αξ. Το θ. κλω μ πιθ. από κάποιο αμάρτυρο ρηματ. παρ. *κλῶ μος («ρωγμή»;) < κλάω / ῶ «σπάζω», τ. που προϋποθέτει τη σπάνια… …   Dictionary of Greek

  • στυράκινος — ίνη, ον, ΜΑ κατασκευασμένος με στύρακα («χρῑσμα στυράκινον», Διοσκ.) αρχ. κατασκευασμένος από το ξύλο τού δένδρου στύραξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στύραξ, ακος (Ι) + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»