Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λᾶρώτατος

См. также в других словарях:

  • λαρώτατος — λᾱρώτατος , λαρός pleasant to the taste masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαρός — λαρός, όν (Α) ευχάριστος στη γεύση, στην οσμή, στην όψη ή στην ακοή (α. «λαρώτατος οἶνος», Ομ. Οδ. β. «λαρὸν ἔπος», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο υπερθετικός τού επιθ. λᾱρώτατος με το ω τής κατάλ. αφήνει να εννοηθεί ότι το α τού τ. θα πρέπει στην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»