Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λύγιον

См. также в других словарях:

  • λύγιον — λύγιον, τὸ (Α) [λύγος] λεπτή ράβδος, βέργα, ιδίως από λυγαριά …   Dictionary of Greek

  • λύγιον — switch neut nom/voc/acc sg λύγιος masc acc sg λύγιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύγος — (I) ο, η (Α λύγος, ἡ και ὁ) 1. η λυγαριά 2. (κυρίως στον πληθ.) κλαδιά λυγαριάς ή άλλου δέντρου, κατάλληλα συνήθως για πλέξιμο καλαθιού («συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. κάθε ράβδος ακόμη και μετάλλινη («καθῆστο μέντοι λύγον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»