-
1 λάκκα
η1) см. λάκκος; 2) см. λάκκη; 3) впадина, лесной овраг; ложбина;§ αφήνω στη λάκκα — бросить на произвол судьбы
-
2 штоклак
η λάκκα σε τεμάχια/κομμάτιαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > штоклак
-
3 впадина
впа́дин||аж ἡ κοιλότητα, τό βαθούλωμα, ἡ λάκκα, τό κοίλωμα:глазные \впадинаы οἱ κόγχες τῶν ματιών. -
4 лужа
лу́ж||аж ὁ νερόλακκος, ρηχή λάκκα μέ νερό· ◊ сесть в \лужау разг κάνω γκάφα. -
5 ложбина
-ы θ.λάκκα, στενή κοιλάδα. -
6 ложбинка
-и θ.μικρή λάκκα. -
7 ляда
-ы θ. (διαλκ.)1. λάκκα.2. έκταση για λιβάδι ή καλλιέργεια.3. χαράδρα. -
8 лядина
-ы θ.λάκκα. -
9 падина
-ы θ. (διαλκ.) λάκκα, στενή κοιλάδα. -
10 распадок
-дка α. (διαλκ.) κοιλαδίτσα• λάκκα. -
11 трог
-а α.ορεινή κοιλαδίτσα• λάκκα. -
12 λάκκος 1
λάκκος 1Grammatical information: m.Meaning: `pond, cistern, pit, reservoir' (IA.).Compounds: As 1. member e. g. in λακκό-πλουτος m. `who hides his wealth in a cistern', surn. of Callias etc. (Plu.); as 2. member in the hypostasis προ-λάκκ-ιον (Arist.), προσ-λάκκ-ιον (Gal.) `pre-, side-cistern'; vgl. προ-άστ-ιον.Derivatives: λακκ-αῖος `stemming from a λ.' (hell.), - ώδης `full of λ'. (Gp.), - άριος `guard of a λ.' (Gloss.), - ίζω `dig a λ.' (Suid.). Λακκίον name of the small harbour in Syracuse (D. S.).Etymology: Opposed to the o-stem λάκκος there are several western and northern languages with an u-stem: Lat. lacus `lake, pond, pit etc.', Celt., e. g. OIr. loch `lake, pond', Germ., e. g. OS lagu `lake, water', Slav., e. g. OCS loky ' λάκκος'; so λάκκος stands for *λάκϜ-ος (on the phonetics Schwyzer 317 a. 472). Details in WP. 2, 380f., Pok. 653, W.-Hofmann s. lacus, Vasmer Wb. 2,55. A trace of the u-stem in Greece Grošelj Razprave 2, 44 supposes in λάκυρος στεμφυλίας οἶνος H. (?). On the stemvowel (not convincing) Kuhn KZ 71, 150. - On NGr. forms λάκκος, λάκκα `cleft' ( λάκ\<κ\> ας φάραγγας H.), λαγκάδι (\< λακκάδιον) `id.' Georgacas ByzZ 41, 367, Kretschmer Glotta 12, 202. Perh. from IE * loku-, Schrijver, Larr. Latin 422ff, 475.Page in Frisk: 2,75-76Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λάκκος 1
См. также в других словарях:
λάκκα — λάκκα, η και λακκιά, η μέρος χαμηλότερο από τα γύρω του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λάκκα — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 28 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις δυτικές απολήξεις των ορέων του Βάλτου, Α της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γεωργίου Καραϊσκάκη. 2. Ημιορεινός… … Dictionary of Greek
Λάκκα Καλογήρου — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 15 μ., 312 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 39 χλμ. Δ της Αθήνας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεγαρέων της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Μέχρι το 1991 ονομαζόταν… … Dictionary of Greek
Τρανή Λάκκα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νεοχωρίου … Dictionary of Greek
Lakka (Symbolitia) — Lakka Λάκκα … Deutsch Wikipedia
Lakka Souliou — Λάκκα Σουλίου Location … Wikipedia
Lakka — Coordenadas: 39°14′3.55″N 20°8′10.01″E / 39.2343194, 20.1361139 … Wikipedia Español
Smirtia — (or Smyrtia) (Greek: Σμυρτιά), is a small village of about 50 people, in Lakka Souli (Greek : Λάκκα Σούλι). It belongs to the municipality of Lakka Souli (former name : Derviaziana). It is situated between two main towns of the area Derviziana… … Wikipedia
GR-EO2 — Nationalstraße 2 (Ethiniki Odos 2) Länge: ca. 630 km … Deutsch Wikipedia
Nationalstraße 2 (Griechenland) — Vorlage:Infobox hochrangige Straße/Wartung/GR N Εθνικη Οδος E.O.2 in Griechenland … Deutsch Wikipedia
Paxi — Gemeinde Paxi Δήμος Παξών (Παξοί) … Deutsch Wikipedia