-
1 λοχμάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοχμάζω
-
2 λοχμαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοχμαῖος
-
3 λόχμη
A thicket, copse, esp. as the lair of wild beasts,ἐν λόχμῃ πυκινῇ κατέκειτο μέγας σῦς Od.19.439
;λόχμας ὕπο κυανέας Pi.O.6.40
, cf. P.4.244;ἐχῖνος ὥς τις ἐν λόχμῃ κεῖσαι πεσών S.Ichn.121
: in pl., λόχμαισι δοκεύσαις lying in wait in the coppice, Pi. O.10(11).30;μασχάλαι λόχμης δασύτεραι Ar.Ec.61
, cf. Lys. 800: prov., μία λ. δύο ἐριθάκους οὐ τρέφει Sch.Ar.V. 922: also in Prose, Arist.HA 615a17, Ael.NA13.14, Creophyl. ap. Ath.8.361d;λόχμη τῶν θηρίων Jul.Mis. 338c
. -
4 λόχμιος
λόχμ-ιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λόχμιος
-
5 λοχμίς
-
6 λοχμώδης
λοχμ-ώδης, ες,II growing in clumps or beds, [ δόναξ] Thphr.HP4.11.11 ([comp] Sup.); τὰ λ., a class of water plants, as reeds, rushes, sedges, etc., ib.4.8.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοχμώδης
См. также в других словарях:
λογχίς — λογχίς, ίδος, ἡ (Α) η λόγχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + κατάλ. ίς (πρβλ. δρυμ ίς, λοχμ ίς)] … Dictionary of Greek