Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λυχνεών

См. также в других словарях:

  • λυχνεών — λυχνεών, ῶνος, ὁ (Α) τόπος για φύλαξη λύχνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + κατάλ. εών (πρβλ. καλαμ εών, κυκ εών)] …   Dictionary of Greek

  • λυχνεῶνες — λυχνεών place to keep lamps in masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύχνος — I Σκεύος φωτισμού της αρχαιότητας αλλά και μεταγενέστερων εποχών. Αποτελείται κυρίως από ένα δοχείο που φέρει την καύσιμη ύλη (λάδι ή λίπος) και ένα φιτίλι που καίγεται, βυθισμένο σε αυτήν. Το μέσο αυτό εκτόπισε γρήγορα τα κεριά και τα δαδιά, ενώ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»