-
1 λύσσ'
λύσσα, λύσσαrage: fem nom /voc sgλύσσαι, λύσσαrage: fem nom /voc plλύσσᾱͅ, λύσσαrage: fem dat sg (doric aeolic) -
2 λυσσ-ώδης
λυσσ-ώδης, ες, wie rasend, toll; Hcktor, Il. 13, 53; νόσος, Soph. Ai. 447; μαινάδων κατάσκοπον λυσσώδη Eur. Bacch. 979; ζωή, Ep. ad. 653 (IX, 574); τὸ λ. τῶν ἡδονῶν, Fav. bei Stob. fl. 94, 31.
-
3 λυσσ-ῶπις
λυσσ-ῶπις, ιδος, ἡ, wüthendes Blickes, Orph. Arg. 977.
-
4 λυσσ(ι)άρης
ο, λυσσ(ι)άρα η1) бешен|ый, -ая; 2) эротоман, -ка -
5 λυσσ(ι)άρης
ο, λυσσ(ι)άρα η1) бешен|ый, -ая; 2) эротоман, -ка -
6 λυσσ(ι)άρικος
η, ο см. λυσσασμένος -
7 λύσσ(ι)ασμα
το бешенство -
8 λυσσ(ι)άρικος
η, ο см. λυσσασμένος -
9 λύσσ(ι)ασμα
το бешенство -
10 λύσσα
A rage, fury, in Hom. always of martial rage,κρατερὴ δέ ἑ λ. δέδυκεν Il.9.239
; λ. ἔχων ὀλοήν ib. 305;λ. δέ οἱ κῆρ αἰὲν ἔχε κρατερή 21.542
.2 after Hom., raging madness, frenzy, such as was caused by the gods, as that of 10,λύσσης πνεύματι μάργῳ A.Pr. 883
(anap.); of Orestes, Id.Ch. 287, E.Or. 254, etc.; of the Proetides, B.10.102; of Bacchic frenzy,ἐλαφρὰ λ. E. Ba. 851
; θοαὶ Λύσσας κύνες, of the Furies, ib. 977 (lyr.);λύσσῃ παράκοπος Ar.Th. 680
: strengthd.,λ. μανιάς S.Fr.941.4
;λύττα ἐρωτική Pl.Lg. 839a
; λ. alone, of raging love, Theoc.3.47; simply, rage, Phld.Ir.p.77 W.; fanaticism,περὶ τὰς αἱρέσεις Gal.8.148
(pl.).3 personified, Λύσσα the goddess of madness, E.HF 823. -
11 λυσσαίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυσσαίνω
-
12 λυσσαλέος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυσσαλέος
-
13 λυσσάς
-
14 λυσσάω
2 rave, be mad, S.OT 1258, Ant. 492, Pl.R. 329c, Epicur.Sent.Vat.11, Man., APll.cc., etc.;λ. πρὸς μεῖξιν Ps.-Phoc.214
;ἔρωτες λυττῶντες Pl.R. 586c
: c. inf., desire madly to do, Hld.2.20.II of dogs, suffer from rabies, Ar.Lys. 298, Arist.HA 604a6; of wolves, Theoc.4.11; of horses, Arist.HA 604b13.III causal, make mad, κἂν λελυσσήκῃ τινά (sc. τὰ δήγματα) Damocr. ap. Gal.13.821. (Hsch. has λύσσεται· μαίνεται.) -
15 λυσσηδόν
λυσσ-ηδόν, Adv.A furiously, madly, Opp.H.2.573.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυσσηδόν
-
16 λυσσήεις
λυσσ-ήεις· μανιώδης, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυσσήεις
-
17 λύσσημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λύσσημα
-
18 λυσσήρης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυσσήρης
-
19 λυσσητήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυσσητήρ
-
20 λυσσητής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυσσητής
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λύσσ' — λύσσα , λύσσα rage fem nom/voc sg λύσσαι , λύσσα rage fem nom/voc pl λύσσᾱͅ , λύσσα rage fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσσ(ι)άρης, -α, -ικο — λυσσασμένος, μανιασμένος, παράφορος: Ήταν λυσσάρης και κυνηγούσε όλες τις γυναίκες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λύσσ(ι)ασμα — το, ατος 1. το να προσβληθεί κανείς από λύσσα: Του έκαναν ένεση για λύσσιασμα. 2. σφοδρή επιθυμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λυσσάζω — και λυσσιάζω λύσσ(ι)αξα, λυσσ(ι)ασμένος 1. προσβάλλομαι από λύσσα. 2. κυριεύομαι από μεγάλη οργή ή πάθος, γίνομαι μανιακός: Λύσσαξε από την κακία της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρυφηδόν — (AM, Α και κρυφανδόν) επίρρ. κρυφά, μυστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυφά + επιρρμ. κατάλ. ηδόν, (πρβλ. βουστροφ ηδόν, λυσσ ηδόν)] … Dictionary of Greek
κυφαλέος — κυφαλέος, α, ον (Α) (ποιητ. τ.) κυφός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυφός + κατάλ. αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος, διψ αλέος)] … Dictionary of Greek
λεπταλέος — λεπταλέος, α, ον (Α) 1. λεπτός, αβρός, τρυφερός («ἄειδεν λεπταλέῃ φωνῇ», Ομ. Ιλ.) 2. ασθενής, αδύνατος («λεπταλέοι θυμοῑσι», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτός + κατάλ. αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος, πειν αλέος)] … Dictionary of Greek
λωλάγρα — (Μ λωλάγρα, η) 1. ανοησία, βλακεία 2. τρέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λωλός + ἄγρα «κυνήγι» (πρβλ. λυσσ άγρα, ποδ άγρα)] … Dictionary of Greek
μανισάρης — ο (Μ μανισάρης και μανισιάρης) μανιακός, τρελός. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το θ. τού αορ. τού ρ. μανίζω + κατάλ. –άρης (πρβλ. λυσσ άρης) … Dictionary of Greek
νηστικάρικος — νηστικάρικος, η, ον (Μ) νηστήσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηστικός + κατάλ. άρικος (πρβλ. λυσσ άρικος)] … Dictionary of Greek
νομαλέως — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀδιαλείπτως». [ΕΤΥΜΟΛ. < *νομ αλέος < νομός / νομή + κατάλ. αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος)] … Dictionary of Greek