-
1 λυσσ(ι)άρης
ο, λυσσ(ι)άρα η1) бешен|ый, -ая; 2) эротоман, -ка -
2 λυσσ(ι)άρης
ο, λυσσ(ι)άρα η1) бешен|ый, -ая; 2) эротоман, -ка -
3 λυσσ(ι)άρικος
η, ο см. λυσσασμένος -
4 λύσσ(ι)ασμα
το бешенство -
5 λυσσ(ι)άρικος
η, ο см. λυσσασμένος -
6 λύσσ(ι)ασμα
το бешенство -
7 λυσσωδης
-
8 λυττ-
атт. = λυσσ-
См. также в других словарях:
λύσσ' — λύσσα , λύσσα rage fem nom/voc sg λύσσαι , λύσσα rage fem nom/voc pl λύσσᾱͅ , λύσσα rage fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσσ(ι)άρης, -α, -ικο — λυσσασμένος, μανιασμένος, παράφορος: Ήταν λυσσάρης και κυνηγούσε όλες τις γυναίκες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λύσσ(ι)ασμα — το, ατος 1. το να προσβληθεί κανείς από λύσσα: Του έκαναν ένεση για λύσσιασμα. 2. σφοδρή επιθυμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λυσσάζω — και λυσσιάζω λύσσ(ι)αξα, λυσσ(ι)ασμένος 1. προσβάλλομαι από λύσσα. 2. κυριεύομαι από μεγάλη οργή ή πάθος, γίνομαι μανιακός: Λύσσαξε από την κακία της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρυφηδόν — (AM, Α και κρυφανδόν) επίρρ. κρυφά, μυστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυφά + επιρρμ. κατάλ. ηδόν, (πρβλ. βουστροφ ηδόν, λυσσ ηδόν)] … Dictionary of Greek
κυφαλέος — κυφαλέος, α, ον (Α) (ποιητ. τ.) κυφός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυφός + κατάλ. αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος, διψ αλέος)] … Dictionary of Greek
λεπταλέος — λεπταλέος, α, ον (Α) 1. λεπτός, αβρός, τρυφερός («ἄειδεν λεπταλέῃ φωνῇ», Ομ. Ιλ.) 2. ασθενής, αδύνατος («λεπταλέοι θυμοῑσι», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτός + κατάλ. αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος, πειν αλέος)] … Dictionary of Greek
λωλάγρα — (Μ λωλάγρα, η) 1. ανοησία, βλακεία 2. τρέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λωλός + ἄγρα «κυνήγι» (πρβλ. λυσσ άγρα, ποδ άγρα)] … Dictionary of Greek
μανισάρης — ο (Μ μανισάρης και μανισιάρης) μανιακός, τρελός. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το θ. τού αορ. τού ρ. μανίζω + κατάλ. –άρης (πρβλ. λυσσ άρης) … Dictionary of Greek
νηστικάρικος — νηστικάρικος, η, ον (Μ) νηστήσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηστικός + κατάλ. άρικος (πρβλ. λυσσ άρικος)] … Dictionary of Greek
νομαλέως — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀδιαλείπτως». [ΕΤΥΜΟΛ. < *νομ αλέος < νομός / νομή + κατάλ. αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος)] … Dictionary of Greek