-
1 λυσσαλέος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυσσαλέος
-
2 λύσσα
Grammatical information: f.Meaning: `(martial) rage, fury, frenzy' (Il.), `rabies' (X., Arist.).Other forms: Att. λύτταCompounds: Some compp., e.g. λυσσο-μανής `mad for rage' (AP), ἄ-λυσσος ' λυσσα healing' (Paus.), ἄ-λυσσον n. name of a plant, of which the seeds were used against rabies (Strömberg Pflanzennamen 91). -Derivatives: λυσσάς f. `raging' (E.), λυσσ-ώδης (N 53 u.a.), - αλέος (A. R., Man.), - ήρης (Orph., Man.), - ήεις (H.) `id.'; λυσσηδόν adv. (Opp.). Denomin. verbs: 1. λυσσάω, - ττάω `rage, rave, be mad' (Hdt., Ar., S., Pl.) with λυσσητήρ adjunct of κύων (Θ 299; cf. AP 5, 265; on the meaning Benveniste Noms d'agent 37), and λυσσητής, Dor. - ατάς ( Anth.) `raging', λυσσ-ητικός `id.' (Ael.), - ήματα pl. `attacks of rage' (E.); 2. λυσσαίνω `rage, rave' (S.); 3. λυσσόομαι `become raging' (Ps.-Phoc.).Etymology: Formation like ὄσσα, γλῶσσα, αἶσα a. o., so first a `moviertes' fern., though verbal connection is possible (Schwyzer 474, Chantraine Form. 99); further uncertain. Since F. Hartmann KZ 54, 287ff. usu. explained as "the she-wolf" and identified with Skt. vr̥kī́ḥ, OWNo. ylgr `id.'; cf. Porzig Satzinhalte 349 f. ("the demoness, which makes the dog to a wolf, is herself a she-wolf"), Ernout Rev. de phil. 75, 154ff.; slightly reserved Risch ̨ 50b and Schwyzer; acc. to Wackernagel-Debrunner 3, 171 rather abstract like φύζα. Rejected by Specht Ursprung 344 (a. 387), who connects Skt. rúc- f. `light' (the rage is called after the sparkling eyes) and like Lagercrantz Lautgesch. 88 f. reminds of the expression λευκαῖς φρασίν (Pi. P. 4, 194), λευκαὶ φρένες μαινόμεναι H. (quite diff. F. Hartmann KZ 60, 223); thus Havers Sprache 4, 32, Pok. 687; to λευκός a. rel. also Lasso de la Vega Emer. 20, 32ff.Page in Frisk: 2,147Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λύσσα
См. также в других словарях:
κυφαλέος — κυφαλέος, α, ον (Α) (ποιητ. τ.) κυφός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυφός + κατάλ. αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος, διψ αλέος)] … Dictionary of Greek
λεπταλέος — λεπταλέος, α, ον (Α) 1. λεπτός, αβρός, τρυφερός («ἄειδεν λεπταλέῃ φωνῇ», Ομ. Ιλ.) 2. ασθενής, αδύνατος («λεπταλέοι θυμοῑσι», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτός + κατάλ. αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος, πειν αλέος)] … Dictionary of Greek
νομαλέως — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀδιαλείπτως». [ΕΤΥΜΟΛ. < *νομ αλέος < νομός / νομή + κατάλ. αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος)] … Dictionary of Greek
πιαλέος — α, ον, Α (ιων. ποιητ., μτγν. τ.) 1. παχύς, ευτραφής, σωματώδης («εἰ δ ἐλάσσεις καὶ πενίην, δώσω πταλέον χίμαρον [=τράγο]» Ανθ. Παλ.) 2. πλούσιος, εύπορος («πιαλέος πόσις», Νίκανδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πῖ αρ «πάχος, λίπος» + επίθημα αλέος (πρβλ. γηρ… … Dictionary of Greek
πορδαλέος — έα, ον, Α αυτός που κλάνει συχνά, κλανιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορδή + επίθημα αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος, νυστ αλέος)] … Dictionary of Greek
φοιταλέος — έα, ον, θηλ. και ος, Α 1. αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί με μανία 2. (κατ επέκτ.) μανιώδης, παράφρων 3. (για άνεμο) πολύ ορμητικός, σφοδρός 4. (με ενεργ. σημ.) αυτός που προκαλεί μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοιτῶ + επίθημα αλέος (πρβλ. θαρρ αλέος,… … Dictionary of Greek
πενθαλέος — α, ον, Α 1. ο πολύ πένθιμος ή ο πολύ λυπημένος 2. αυτός που προξενεί πένθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + κατάλ. αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος)] … Dictionary of Greek
ρευσταλέος — α, ον, Μ αυτός που ρέει, ρευστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥευστός + επίθημα αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος)] … Dictionary of Greek
ρωγαλέος — η, ον, Α (επικ. τ.) εντελώς σχισμένος, κουρελιασμένος («ῥάκος... ἠδέ χιτῶνα, ῥωγαλέα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ τού ῥήγνυμι* (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + επίθημα αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος, πειναλέος)] … Dictionary of Greek
ταρβαλέος — α, ον, ΜΑ (με ενεργ. σημ.) αυτός που προκαλεί σε κάποιον φόβο, τρόμο αρχ. (με παθ. σημ.) γεμάτος φόβο, καταφοβισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάρβος «φόβος» + επίθημα αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος)] … Dictionary of Greek
τρηχαλέος — α, ον, Α (ποιητ. τ. αντί τρηχύς) τραχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρηχύς, ιων. τ. τού τραχύς + επίθημα αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος)] … Dictionary of Greek