Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λυσσ-ᾰλέος

См. также в других словарях:

  • κυφαλέος — κυφαλέος, α, ον (Α) (ποιητ. τ.) κυφός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυφός + κατάλ. αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος, διψ αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • λεπταλέος — λεπταλέος, α, ον (Α) 1. λεπτός, αβρός, τρυφερός («ἄειδεν λεπταλέῃ φωνῇ», Ομ. Ιλ.) 2. ασθενής, αδύνατος («λεπταλέοι θυμοῑσι», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτός + κατάλ. αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος, πειν αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • νομαλέως — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀδιαλείπτως». [ΕΤΥΜΟΛ. < *νομ αλέος < νομός / νομή + κατάλ. αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • πιαλέος — α, ον, Α (ιων. ποιητ., μτγν. τ.) 1. παχύς, ευτραφής, σωματώδης («εἰ δ ἐλάσσεις καὶ πενίην, δώσω πταλέον χίμαρον [=τράγο]» Ανθ. Παλ.) 2. πλούσιος, εύπορος («πιαλέος πόσις», Νίκανδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πῖ αρ «πάχος, λίπος» + επίθημα αλέος (πρβλ. γηρ… …   Dictionary of Greek

  • πορδαλέος — έα, ον, Α αυτός που κλάνει συχνά, κλανιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορδή + επίθημα αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος, νυστ αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • φοιταλέος — έα, ον, θηλ. και ος, Α 1. αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί με μανία 2. (κατ επέκτ.) μανιώδης, παράφρων 3. (για άνεμο) πολύ ορμητικός, σφοδρός 4. (με ενεργ. σημ.) αυτός που προκαλεί μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοιτῶ + επίθημα αλέος (πρβλ. θαρρ αλέος,… …   Dictionary of Greek

  • πενθαλέος — α, ον, Α 1. ο πολύ πένθιμος ή ο πολύ λυπημένος 2. αυτός που προξενεί πένθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + κατάλ. αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • ρευσταλέος — α, ον, Μ αυτός που ρέει, ρευστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥευστός + επίθημα αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • ρωγαλέος — η, ον, Α (επικ. τ.) εντελώς σχισμένος, κουρελιασμένος («ῥάκος... ἠδέ χιτῶνα, ῥωγαλέα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ τού ῥήγνυμι* (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + επίθημα αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος, πειναλέος)] …   Dictionary of Greek

  • ταρβαλέος — α, ον, ΜΑ (με ενεργ. σημ.) αυτός που προκαλεί σε κάποιον φόβο, τρόμο αρχ. (με παθ. σημ.) γεμάτος φόβο, καταφοβισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάρβος «φόβος» + επίθημα αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • τρηχαλέος — α, ον, Α (ποιητ. τ. αντί τρηχύς) τραχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρηχύς, ιων. τ. τού τραχύς + επίθημα αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»