-
1 λῡσι-τελής
λῡσι-τελής, ές, eigtl. die aufgewandten Kosten bezahlend, ersetzend, vgl. λύειν τέλη; dah. nützlich, vortheilhaft, λυσιτελέστερον ἀδικία δικαιοσύνης, Plat. Rep. I, 354 a, öfter; λυσιτελεστάτην ζωὴν ζῆν 344 e; ἐμπορεύματα λυσιτελέστερα Xen. Hier. 9, 11; vgl. τοῦ δέοντος λυσιτελέστερον πρίασϑαι, Ael. H. A. 10, 50 u. A., von wohlfeilem Preise, vortheilhaftem Einkaufe; – τὸ λυσιτελές, der Nutzen, im plur., Pol. 4, 38, 8. 13, 8, 2. – Adv., D. Sic. 14, 102.
-
2 ἀ-λῡσι-τελής
ἀ-λῡσι-τελής, ές, nichts nützend, nichts einbringend, ἀνωφελὲς καὶ ἀλ. Plat. Crat. 417 d. Oefter bei den Rednern, auch schädlich. – Adv., Xen. Mem. 1, 7, 2.
-
3 λῡσιτελής
λῡσι-τελής, ές, eigtl. die aufgewandten Kosten bezahlend, ersetzend; dah. nützlich, vorteilhaft; τοῦ δέοντος λυσιτελέστερον πρίασϑαι, von wohlfeilem Preise, vorteilhaftem Einkaufe; τὸ λυσιτελές, der Nutzen -
4 ἀλῡσιτελής
ἀ-λῡσι-τελής, nichts nützend, nichts einbringend, auch schädlich
См. также в других словарях:
ιδιοτελής — ές αυτός που αποβλέπει στο δικό του συμφέρον, σε προσωπικά ωφελήματα, ο συμφεροντολόγος. επίρρ... ιδιοτελώς συμφεροντολογικά, με ιδιοτέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + τελής (< τέλος), πρβλ. ημι τελής, λυσι τελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στην … Dictionary of Greek
λυσιτελής — ες (Α λυσιτελής, ές) ωφέλιμος, επωφελής, χρήσιμος (α. «λυσιτελής επιχείρηση» β. «οὐδέποτ ἄρα... λυσιτελέστερον ἀδικία δικαιοσύνης», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που πληρώνει τις τρέχουσες δαπάνες 2. (σπαν. για πρόσ.) ενεργητικός 3. φθηνός 4. (το ουδ.… … Dictionary of Greek