-
1 λυμαντηρ
-
2 λῡμαντήρ
λῡμαντήρ, ῆρος, ὁ, der Zerstörende, Verletzende, Xen. Hier. 3, 3.
-
3 λῡμαντήρ
λῡμαντήρ, ῆρος, ὁ, der Zerstörende, Verletzende -
4 λυμαντήρ
λῡμαντήρ, λυμαντήρspoiler: masc nom sg -
5 λυμαντήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυμαντήρ
-
6 ἀπο-λῡμαντήρ
ἀπο-λῡμαντήρ, ῆρος, ὁ, Hom. zweimal, Od. 17, 220 πτωχὸν ἀνιηρόν, δαιτῶν ἀπολυμαντῆρα, 377 πτωχοὶ ἀνιηροί, δαιτῶν ἀπολυμαντῆρες, Homerisch das compos. ἀπολυμαντήρ statt des simpl. λυμαντήρ, δαιτῶν ἀπολυμαντήρ = ὁ τὰς δαῖτας λυμαινόμενος, λυμεὼν τῶν εὐωχιῶν, Störer der Mahle, vgl. Apoll. Lex. Hom. 40, 13 Scholl. u. Eustath. Od. 17, 220.
-
7 λυμαντης
-
8 λυμαντωρ
-
9 λῡμεών
λῡμεών, ῶνος, ὁ, = λυμαντήρ, Beschädiger, Zerstörer; Soph. Ai 570; γυναικῶν λυμεῶνες Eur. Hipp 1068; λυμεῶνες im Ggstz von σωτῆρες Isocr 4, 80; Xen. Hier. 6, 6 u. Sp., wie Plut. adv. Stoic. 1.
-
10 λῡμαντής
λῡμαντής, ὁ, = λυμαντήρ, γάμον οἷον κατακτήσαιτο λυμαντὴν βίου, Soph. Trach. 790, das Verderben seines Lebens.
-
11 λῡμάντωρ
-
12 απολυμαντηρ
-
13 λυμαντήρα
-
14 λυμαντῆρα
-
15 λυμαντήρας
-
16 λυμαντῆρας
-
17 λυμαντήρες
-
18 λυμαντῆρες
-
19 λυμαντήρων
λῡμαντήρων, λυμαντήρspoiler: masc gen pl -
20 λυμάντωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυμάντωρ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λυμαντήρ — λυμαντήρ, ῆρος, ὁ (A) [λυμαίνω] αφανιστής, καταστροφέας, λυμεώνας … Dictionary of Greek
λυμαντήρ — λῡμαντήρ , λυμαντήρ spoiler masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυμάντωρ — λυμάντωρ, ορος, ὁ (Α) [λυμαίνω] λυμαντήρ* … Dictionary of Greek
λυμήτης — λυμήτης, ὁ (Α) [λύμη] λυμεώνας, λυμαντήρ* … Dictionary of Greek
λυμαντήριος — λυμαντήριος, ία, ον (Α) [λυμαντήρ] ολέθριος, βλαπτικός, φθοροποιός, καταστρεπτικός («ἄνδρα τῶνδε λυμαντήριον οἴκων», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
υποσευαντήρ — ῆρος, ὁ, Α υποκινητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σεύω «διώχνω, απομακρύνω» + κατάλ. τήρ*, κατά το λυμαντήρ] … Dictionary of Greek
λυμαντῆρα — λῡμαντῆρα , λυμαντήρ spoiler masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυμαντῆρας — λῡμαντῆρας , λυμαντήρ spoiler masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυμαντῆρες — λῡμαντῆρες , λυμαντήρ spoiler masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυμαντήρων — λῡμαντήρων , λυμαντήρ spoiler masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)