-
1 λυμεώνες
-
2 λυμεῶνες
-
3 λῡμεών
λῡμεών, ῶνος, ὁ, = λυμαντήρ, Beschädiger, Zerstörer; Soph. Ai 570; γυναικῶν λυμεῶνες Eur. Hipp 1068; λυμεῶνες im Ggstz von σωτῆρες Isocr 4, 80; Xen. Hier. 6, 6 u. Sp., wie Plut. adv. Stoic. 1.
-
4 λυμεών
A destroyer, corrupter,λ. ἐμός S.Aj. 573
; ; σωτῆρες ἀλλὰ μὴ λυμεῶνες [τῶν Ἑλλήνων] Isoc. 8.141, cf. 4.80;λυμεῶνι σώματος θαλάσσᾳ Tim.Pers.81
; ὁδουροὶ λ., of robbers, E.Fr. 260, cf. J.BJ4.3.9;φόβος τῶν ἡδέων λ. X.Hier.6.6
;κοινὸς λ. τῆς πόλεως SIG799.23
(Cyzic., i A.D.); τῆς τέχνης, of bad physicians, Gal.9.916;σκύλακας.. λ. τῶν ποιμνίων Jul.Or.2.87a
;ὄφιν λ. ἀνθρωπίνης γενέσεως Id.Gal. 93d
.
См. также в других словарях:
λυμεῶνες — λῡμεῶνες , λυμεών destroyer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυμεών — ο (AM λυμεών, ῶνος) 1. καταστροφέας, αφανιστής, εξολοθρευτής («σκύλακας... λυμεῶνας τῶν ποιμνίων», Ιουλ.) 2. διαφθορέας, εκμεταλλευτής («οι λυμεώνες τής κοινωνίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λύμη «καταστροφή, όλεθρος» + κατάλ. εών (πρβλ. απατ εών)] … Dictionary of Greek