Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λοίδορος

См. также в других словарях:

  • λοίδορος — railing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοίδορος — ο (Α λοίδορος, ον) υβριστικός, ονειδιστικός, χλευαστικός («ὁ κῶμος λοίδορόν τ ἔριν φιλεῑ», Ευρ.) αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ λοίδορος ο υβριστής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λοίδορον η λοιδορία. επίρρ... λοιδόρως (Α) με υβριστικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • λοιδόρως — λοίδορος railing adverbial λοίδορος railing masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοίδορον — λοίδορος railing masc/fem acc sg λοίδορος railing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιδόροις — λοίδορος railing masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιδόρου — λοίδορος railing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιδόρους — λοίδορος railing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιδόρων — λοίδορος railing masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιδόρῳ — λοίδορος railing masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοίδορα — λοίδορος railing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοίδορε — λοίδορος railing masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»