Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πομπεῖαι

См. также в других словарях:

  • πομπεῖαι — πομπεία leading in procession fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπεῖ' — πομπεῖαι , πομπεία leading in procession fem nom/voc pl πομπεῖα , πομπεῖον vessel employed in solemn processions neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπεία — ἡ, Α [πομπεύω] 1. το να άγει, να συνοδεύει κανείς πομπή 2. πανηγυρική, θρησκευτική πομπή, συνοδεία, λιτανεία 3. στον πληθ. αἱ πομπεῑαι δηκτικά και χυδαία πειράγματα, βωμολοχίες και χλευασμοί που αντάλλασσαν μεταξύ τους οι άντρες που έπαιρναν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»