Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λογεύω

См. также в других словарях:

  • λογεύω — (Α) [λόγος] συλλέγω φόρους ή εισφορές …   Dictionary of Greek

  • λογευθέν — λογεύω collect aor part pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Irmologion — (Greek: polytonic|εἱρμολόγιον (heirmologion)) is a liturgical book of the Eastern Orthodox Church and those Eastern Catholic Churches which follow the Byzantine Rite, and it contains texts for liturgical singing in Church. [… …   Wikipedia

  • λογεία — και μτγν. λογία, ἡ (Α) [λογεύω] 1. συλλογή φόρων ή εκούσιων εισφορών ή εράνων για θρησκευτικούς ή φιλανθρωπικούς σκοπούς («περὶ δὲ τῆς λογίας εἰς τοὺς ἁγίους, ὥσπερ διέταξα ταῑς ἐκκλησίαις τῆς Γαλατίας οὕτω καὶ ὑμεῑς ποιήσατε», ΚΔ) 2. έκτακτα… …   Dictionary of Greek

  • λογευτήριον — λογευτήριον, τὸ (Α) [λογεύω] το γραφείο ή το αρχείο τού συλλέκτη φόρων …   Dictionary of Greek

  • λογευτής — λογευτής, ὁ (Α) [λογεύω] κρατικός υπάλληλος στην Αίγυπτο, τού οποίου έργο ήταν η συγκέντρωση τών φόρων …   Dictionary of Greek

  • λογευτικόν — λογευτικὸν, τὸ (Α) [λογεύω] τα έξοδα τής συλλογής φόρων …   Dictionary of Greek

  • λόγευμα — λόγευμα, τὸ (Α) [λογεύω] οι φόροι που είχαν συλλεχθεί …   Dictionary of Greek

  • ξυλολογεία — ξυλολογεία, ἡ (Α) το μάζεμα ξύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + λογεία «συλλογή φόρων» (< λογεύω «συλλέγω»)] …   Dictionary of Greek

  • παραλογεύομαι — Α εισπράττω με βίαιο τρόπο, εκβιαστικά, υπερβολικό φόρο από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + λογεύω «συλλέγω φόρους, συνεισφορές»] …   Dictionary of Greek

  • πιστολογευτής — ὁ, Α έμπιστος εισπράκτορας χρεών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιστός + λογευτής «συλλέκτης φόρων» (< λογεύω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»