См. также в других словарях:
λογαριάζω — calculate pres subj act 1st sg λογαριάζω calculate pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογαριάζω — λογαριάζω, λογάριασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λογαριάζω — (AM λογαριάζω) [λογάρι] υπολογίζω, αριθμώ, μετρώ, κάνω αριθμητικές πράξεις (α. «λογάριασα τα έξοδα τού μήνα» β. «λογαριάζω τις μέρες τής άδειάς μου») νεοελλ. 1. περιλαμβάνω κάτι σε κάποιο λογαριασμό, συνυπολογίζω («λογάριασες και τα έξοδα τού… … Dictionary of Greek
λογαριάζω — λογάριασα, λογαριάστηκα, λογαριασμένος 1. μτβ., αριθμώ, μετρώ, υπολογίζω: Λογάριασε τα έξοδα ταξιδιού. 2. περιλαμβάνω στο λογαριασμό, συνυπολογίζω: Λογάριασες στην τιμή και το φόρο; 3. αμτβ., σκέφτομαι, σχεδιάζω, σκοπεύω: Λογαριάζω να περάσω τις… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λογαριάζετε — λογαριάζω calculate pres imperat act 2nd pl λογαριάζω calculate pres ind act 2nd pl λογαριάζω calculate imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογαριάσω — λογαριάζω calculate aor subj act 1st sg λογαριάζω calculate fut ind act 1st sg λογαριάζω calculate aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογαριάζει — λογαριάζω calculate pres ind mp 2nd sg λογαριάζω calculate pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλολογαριάζω — λογαριάζω καλά, εκτιμώ κάτι ορθά, εκτιμώ με επιτυχία … Dictionary of Greek
λογαριασθῆναι — λογαριάζω calculate aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογαριάζειν — λογαριάζω calculate pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογαριάζηται — λογαριάζω calculate pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)