Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

λιτή

См. также в других словарях:

  • λίτη — λίτη, ἡ (Μ) βλ. λίτε …   Dictionary of Greek

  • λιτή — prayer fem nom/voc sg (attic epic ionic) λιτός simple fem nom/voc sg (attic epic ionic) λῑτή , λιτός simple fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιτή — η (AM λιτή) νεοελλ. μσν. 1. μικρή εκκλησιαστική δέηση που τελείται κατά τις ολονυκτίες 2. θρησκευτική πομπή, λιτανεία 3. ο εσωτερικός νάρθηκας ή εσωνάρθηκας τών μονών αρχ. 1. ικεσία, παράκληση, δέηση («ὡς οὐδέν ἡμῑν ἤρκεσαν λιταὶ θεῶν», Ευρ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • λιτῇ — λιτάζομαι fut ind mp 2nd sg (doric) λιτή prayer fem dat sg (attic epic ionic) λιτός simple fem dat sg (attic epic ionic) λῑτῇ , λιτός simple fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιτή — η 1. ολονύχτια θρησκευτική αγρυπνία. 2. ο εσωτερικός νάρθηκας των βυζαντινών ναών, ο εσωνάρθηκας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιτῆι — λιτῇ , λιτάζομαι fut ind mp 2nd sg (doric) λιτῇ , λιτή prayer fem dat sg (attic epic ionic) λιτῇ , λιτός simple fem dat sg (attic epic ionic) λῑτῇ , λιτός simple fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιταῖς — λιτή prayer fem dat pl λιτός simple fem dat pl λῑταῖς , λιτός simple fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιταῖσι — λιτή prayer fem dat pl (epic ionic aeolic) λιτός simple fem dat pl (epic ionic aeolic) λῑταῖσι , λιτός simple fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιταῖσιν — λιτή prayer fem dat pl (epic ionic aeolic) λιτός simple fem dat pl (epic ionic aeolic) λῑταῖσιν , λιτός simple fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιταί — λιτή prayer fem nom/voc pl λιτός simple fem nom/voc pl λῑταί , λιτός simple fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιτᾶν — λιτή prayer fem gen pl (doric aeolic) λιτός simple masc/fem gen pl (doric) λῑτᾶν , λιτός simple masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»