Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λιτέσϑαι

См. также в других словарях:

  • λιτέσθαι — λίσσομαι beg aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίτεσθαι — λίτομαι beg pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίσσομαι — (Α) παρακαλώ θερμά και επίμονα, ικετεύω (α. «λισσομένη προσέειπε Δία», Ομ. Ιλ. β. «καί μιν ὑπὲρ πατρὸς καὶ μητέρος ἠυκόμοιο λίσσεο καὶ τέκεος», Ομ. Ιλ. γ. «ταῡτα μὲν οὐχ ὑμέας ἔτι λίσσομαι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λίσσομαι < *λιτ yο μαι (πρβλ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»