Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λιποῦσα

См. также в других словарях:

  • λιποῦσα — λείπω leave aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) λιπάω to be sleek pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπούσας — λιπούσᾱς , λείπω leave aor part act fem acc pl (attic epic doric ionic) λιπούσᾱς , λείπω leave aor part act fem gen sg (doric) λιπούσᾱς , λιπάω to be sleek pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) λιπούσᾱς , λιπάω to be sleek pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιποῦσ' — λιποῦσα , λείπω leave aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) λιποῦσι , λείπω leave aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) λιποῦσαι , λείπω leave aor part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) λιποῦσι , λίπτομαι …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CRINIS — I. CRINIS Philosophus quidam Stoicus, cuius meminit. Diog. Laert. in Zenone, et Artian.in Epictet. l. 3. c. 2. II. CRINIS Sacerdos Appollinis, qui cum sacra Dei neglexisset, atque ob hoc nihil penitus fructuum eô annô collegisset, omnibus rebus a …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κλόνος — ο (AM κλόνος) κίνηση που γίνεται με ταραχή ή θόρυβο, κλονισμός* νεοελλ. ιατρ. επαναλαμβανόμενες συσπάσεις ενός μυός εμφανιζόμενες μετά από παθητική έκτασή του και παρατηρούμενες στο λεγόμενο πυραμιδικό σύνδρομο μσν. αρχ. 1. σύγχυση, ταραχή 2.… …   Dictionary of Greek

  • λοχείος — α, ο (Α λοχεῑος, ία, ον θηλ. και ος) 1. ο τόπος όπου γεννά μια μητέρα (α. «λοχεῑα κλεινὰ λιποῡσα» αφού εγκατέλειψε τον τόπο όπου γέννησε το παιδί, Ευρ. β. «αἱ λόχειοι ἡμέραι» μέρες καθιερωμένες για ευχαριστίες ύστερα από ευτυχή τοκετό, Πλούτ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • μονόπεπλος — μονόπεπλος, ον (Α) αυτός που φορά μόνο τον πέπλο ή τον χιτώνα («λέχη δὲ φίλια μονόπεπλος λιποῡσα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πέπλος (< πέπλον), πρβλ. χρυσό πεπλος] …   Dictionary of Greek

  • τηλύγετος — και τηλυγέτης, έτη, ον, Α 1. (για παιδί) αυτός που γεννήθηκε τελευταίος ή που γεννήθηκε επιτέλους, ο λατρευτός, ο παραχαϊδεμένος (α. «ἀλλ οὐκ Ἰδομενῆα φόβος λάβε, τηλύγετον ὥς», Ομ. Ιλ. β. «ὡς πατὴρ ὅν παῑδα φιλήσῃ μοῡνον τηλύγετον», Ομ. Ιλ. γ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»