Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δμωΐδες

См. также в других словарях:

  • δμωίδες — δμωίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοπήμων — καινοπήμων, ό, ἡ (Α) αυτός που έπαθε κάτι νέο ή που δυστύχησε πρόσφατα («δμωΐδες δὲ καινοπήμονες», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + πήμων (< πῆμα, «δυστυχία, συμφορά»), πρβλ. αδικο πήμων, βαρυ πήμων] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»