Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λιπαρῇ

См. также в других словарях:

  • λιπαρῆ — λῑπαρῆ , λιπαρής persisting neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λῑπαρῆ , λιπαρής persisting masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λῑπαρῆ , λιπαρής persisting masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαρῇ — λῑπαρῇ , λιπαρέω persist pres subj mp 2nd sg λῑπαρῇ , λιπαρέω persist pres ind mp 2nd sg λῑπαρῇ , λιπαρέω persist pres subj act 3rd sg λιπαρός oily fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαρή — λιπαρός oily fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λιπάρη — Λιπάρα of Lipara fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπάρη — λῑπάρη , λιπαρέω persist pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) λῑπάρη , λιπαρέω persist imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λιπάρῃ — Λιπάρα of Lipara fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαφνέλαιο — Λιπαρή ουσία που εξάγεται κατά την έκθλιψη των νωπών καρπών της δάφνης της ευγενούς.Είναι υγρό με κιτρινοπράσινο χρώμα, ευχάριστη οσμή και πικρή γεύση. Έχει ειδικό βάρος 0,932 0,953 gr/cm3, σημείο τήξης περίπου 36° και πήζει στους 24°C. Το δ.… …   Dictionary of Greek

  • λανολίνη — Λιπαρή ουσία που περιβάλλει τις ίνες του μαλλιού των ζώων. Εξάγεται με φυγοκέντρηση εν θερμώ του νερού που προέρχεται από το πλύσιμο του ακατέργαστου μαλλιού, του οποίου αποτελεί τα 20% έως 30% του βάρους. Με την κατάλληλη επεξεργασία λαμβάνεται… …   Dictionary of Greek

  • ανθόγαλα ή ανθόγαλο — Λιπαρή και αφρώδης ουσία που σχηματίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος (αλλιώς, η κρέμα ή το καϊμάκι του γάλακτος) …   Dictionary of Greek

  • MELIGUNIS — una ex Aeoliis, quae et Lipara. Callimachus Hymno in Dianam, Νήσῳ ενὶ Λιπάρῃ ῾Λιπάρη νέον, ἀλλὰ τότ᾿ ἔσκεν Ὄυνομα οἱ Μελιγουνὶς.᾿ De ratione nominis consule Bochart. De Phoenic. Colon. l. 1. c. 27 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ανθόγαλα — και ανθόγαλο, το 1. ουσία λιπαρή και αφρώδης που σχηματίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος προτού βράσει, αφρόγαλα, καϊμάκι 2. λιπαρή κρούστα, πέτσα στην επιφάνεια του γάλακτος μετά τον βρασμό …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»