-
1 λικμάς
-
2 λικμάω
Aἐλίκμησα B.Fr.34
:— part the grain from the chaff, winnow,ἀνδρῶν λικμώντων Il.5.500
;σῖτον λ. X.Oec.18.6
; καρπὸν ἀπ' ἀσταχύων B.l.c.: metaph., scatter like chaff, LXX Ez.29.12; make away with, ib.Is.30.22; crush, destroy, (iii A.D.); ἐφ' ὃν δ' ἂν πέσῃ (sc. ὁ λίθος)λικμήσει αὐτόν Ev.Luc.20.18
. -
3 λικμαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λικμαῖος
-
4 λικμητήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λικμητήρ
-
5 λικμητήριον
λικμ-ητήριον, τό,A winnowing-fan, shovel, Sm. Je.15.7, Thd.Is.30.14, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λικμητήριον
-
6 λικμητηρίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λικμητηρίς
-
7 λικμητής
A = λικμητήρ, PFay.101.4 (i B.C.), Poll.1.222, Aq., Sm.Je.51(28).2, Serv.Dan.ad Verg.G.1.166.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λικμητής
-
8 λικμητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λικμητικός
-
9 λικμητός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λικμητός
-
10 λικμητρίς
A = λικμός, PFay.120.4 (i/ii A.D.), Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λικμητρίς
-
11 λικμήτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λικμήτωρ
-
12 λικμίζει
λικμ-ίζει· ἀλοᾷ, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λικμίζει
-
13 λικμός
См. также в других словарях:
μεμφητός — μεμφητός, ή, όν (Α) [μέμφομαι] μεμπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέμφομαι + κατάλ. ητός (πρβλ. λικμ ητός)] … Dictionary of Greek