-
1 λιθο-βόλος
λιθο-βόλος, mit Steinen werfend, schleudernd; γυμνῆτες, Plat. Critia. 119 b; Sp., bes. μηχανή, auch τὸ λιϑοβόλον, eine Wurfmaschine, Steine zu schleudern, Ios. u. Mathem. vett.; vgl. D. Sic. 20, 48, καταπέλται ὀξυβελεῖς καὶ λιϑοβόλοι. – Aber λιθόβολος ist = mit Steinen geworfen, gesteinigt, λιϑόβολον αἷμα δράκοντος Eur. Phoen. 1069, das Blut des mit Steinen getödteten Drachen.
-
2 λιθοβόλος
λιθο-βόλος, mit Steinen werfend, schleudernd; bes. μηχανή, auch τὸ λιϑοβόλον, eine Wurfmaschine, Steine zu schleudern. Aber λιθόβολος ist = mit Steinen geworfen, gesteinigt; λιϑόβολον αἷμα δράκοντος, das Blut des mit Steinen getöteten Drachen -
3 λιθοβολος
I.ὅ1) метатель камней ( ручным способом), камнеметчик(λιθοβόλοι καὴ σφεδονῆται Thuc.)
2) камнеметательное орудие, камнемет(καταπέλται καὴ λιθοβόλοι Diod.)
II.2пролившийся от удара камня(δράκοντος αἷμα Eur.)
-
4 λίθος
Grammatical information: m.f. (on gender cf. Schwyzer-Debrunner 37 and n. 6, Shipp Studies 76)Meaning: `stone, stoneblock, rock, precious stones' (Il.).Compounds: compp., e.g. λιθο-βόλος m. `stone-thrower' (Att.), μονό-λιθος `consisting of one stone' (Hdt.).Derivatives: Several derivv. 1. Diminut.: λιθ-ίδιον (Pl., Arist.), - άριον (Thphr., hell. inscr.), - αρίδιον (Alex. Trall.). 2. collectives: λιθάς, - άδος f. `rain of stones, throw..' (Od., A., Nic.; Chantraine Form. 352), λιθία `rock' (hell.; cf. Chantraine 81). 3. λίθαξ f. `stone' (ε 415 [attributive], hell. poetry), λιθακός `id.' (Stesich.; Chantraine 384), λιθίς = λιθίασις (s. below; Hp.). - 4. Adject.: λίθεος (Hom.), λίθιος (Thess.), - ειος (sch.) `of stone'; λίθινος `id.' (Pi., IA.), λιθικός `belonging to (a) stone' (hell.). λιθώδης `stonelike, stony' (IA.) with λιθωδία (Eust.). - 5. Verbs: λιθάζω `throw with stones, lapidate' (Arist., Anaxandr.) with λιθασ-μός, - τής, - τικός (A. D., sch.); λιθόομαι `be changed into stone' (Arist.) with λίθωσις (Aristeas, Plu.); λιθιάω (- θάω) `suffer from the stone' (Hp.; after the verbs of disease in - ιάω, Schwyzer 732) with λιθίασις (Hp., Gal.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Unexplained. Wrong or quite improbable hypotheses mentioned in Bq, WP. 2, 379 and W.-Hofmann s. laedō. After Grošelj Živa Ant. 5, 111 f. to λεῖος, λιτός etc. with θ-suffix; comparable Scheftelowitz Festgabe H. Jacobi (Bonn 1926) 28: to Lith. slidùs `smooth'. Words for `stone' etc. are often taken from a substratum.Page in Frisk: 2,122Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λίθος
См. также в других словарях:
ιχθυβόλος — ἰχθυβόλος και ἰχθυοβόλος, ον (Α) 1. αυτός που πιάνει ψάρια, αυτός που ψαρεύει 2. αλιευτικός («ἰχθυβόλος μηχανή» αλιευτική τρίαινα, καμάκι 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἰχθυβόλος αλιέας, ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ … Dictionary of Greek
ιχθυοβόλος — ἰχθυοβόλος, ον (AM) μσν. ιχθυβόλος* αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰχθυοβόλον η τρίαινα, το καμάκι ψαρέματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ιππο βόλος, λιθο βόλος] … Dictionary of Greek
φωτοβόλος — α, ο / φωτοβόλος, ον, ΝΜ, θηλ. και ος Ν αυτός που εκπέμπει φως, φωτεινός νεοελλ. μτφ. λαμπρός, ακτινοβόλος, αστραφτερός («φωτοβόλο πρόσωπο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. λιθο βόλος, πυρο βόλος] … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
μοσχοβόλος — και μοσκοβόλος, α, ο, θηλ. και μοσκόβολη αυτός που αναδίδει ευωδιαστή μυρωδιά, που μοσχοβολά, που ευωδιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχ(ο) * + βόλος (< βάλλω), πρβλ. κεραυνο βόλος, λιθο βόλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Α. Βλαστό] … Dictionary of Greek
σπερμοβόλος — ον, Α αυτός που σπέρνει τον αγρό, ο σποριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. λιθο βόλος] … Dictionary of Greek
φυλλοβόλος — α, ο / φυλλοβόλος, ον, ΝΜΑ (για πολυετή φυτά) αυτός τού οποίου τα φύλλα πέφτουν κατά το φθινόπωρο, αυτός τού οποίου τα φύλλα έχουν διάρκεια ζωής μιας μόνον βλαστητικής περιόδου και αποπίπτουν προς το τέλος της (α. «δένδρα αειθαλή και φυλλοβόλα» β … Dictionary of Greek
φωνοβόλος — ον, Α αυτός που εκπέμπει φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. λιθο βόλος] … Dictionary of Greek
πετροβόλος — ο / πετροβόλος, ον, ΝΜΑ αυτός που εξακοντίζει πέτρες («πελτοφόροι τε καὶ ψιλοὶ ἀκοντισταί, ἐπὶ δὲ τούτοις οἱ πετροβόλοι», Ξεν.) αρχ. 1. (το αρσ. εν. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ πετροβόλος, τὰ πετροβόλα μηχανή για την εκσφενδόνιση πετρών (α.… … Dictionary of Greek
πλινθοβόλος — ὁ, Α αυτός που οικοδομεί με πλίνθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + βόλος (< βάλλω), πρβλ. λιθο βόλος] … Dictionary of Greek
θυμοβολώ — θυμοβολῶ, έω (Μ) προσβάλλω κάποιον βίαια, επιτίθεμαι ορμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + βολώ (< βόλος < βόλος < βάλλω), πρβλ. ακτινο βολώ, λιθο βολώ] … Dictionary of Greek