-
61 πεντελιθοι
οἱ пять (игральных) камешков -
62 προτιμος
2тж. compar.1) более ценный, предпочтительный(τῶν χρημάτων Plat.; τέχνη Luc.)
2) драгоценный(λίθοι Plat.)
-
63 πυκινος
31) плотно сомкнутый, густой(ὕλη, φάλαγγες Hom.)
2) плотно пригнанный, сплоченный(λίθοι Hom.)
3) частый, сплошной(βέλεα Hom.; δρόσοι Soph.)
4) крепко сколоченный(θώρηξ, δόμος Hom.)
5) хорошо постланный, мягкий(λέχος Hom.)
6) солидный, (благо)разумный(νόος, βουλή, μῦθοι Hom.)
ἄπορα πυκινοῖς πάθη Soph. — обстоятельства, из которых и умные (люди) не найдут выхода -
64 συναρμοζω
атт. συναρμόττω (дор. fut. συναρμόξω; pass.: aor. συνηρμόσθην, pf. συνηρμόσμην)1) прилаживать, пригонять друг к другуκεραία δίχα πρίσαντες ἐκοίλαναν καὴ ξυνήρμοσαν πάλιν Thuc. — распилив пополам и выдолбив брус, они вновь приладили друг к другу (обе его половины);
λίθοι εὖ συνηρμοσμένοι Her. — плотно пригнанные друг к другу камни;μέρη ξυναρμοσθέντο αὐτὰ αὑτοῖς Plat. — соразмерные друг с другом части;τὰ συνηρμοσμένα Dem. — стройное целое2) сочетать, соединять, связывать(εἰς ταὐτόν Plat.)
γυνέ συναρμοσθεῖσα Arst. — замужняя женщина;ἰδέας ἀλλήλων ἀφεστώσας συναρμόσαι Isocr. — связать воедино далекие друг от друга формы3) сколачивать, сбивать, строить(σκάφος Eur.)
σ. τι ἀπό τινος Plat. — составлять что-л. из чего-л.4) закрывать, смыкать(βλέφαρα χερί Eur.)
5) прикладывать(τι πρός τι Arst.; χείλεα στομάτεσσιν Anth.)
6) настраивать7) примирять друг с другом(τοὺς πολίτας Plat.)
ξ. πόλιν Plat. — умиротворять (приводить в порядок) государство8) приспособлять, подготовлять, приучать(βροτούς Aesch.)
πρὸς παρόντα συνηρμοσμένος Xen. — приспособившийся к текущим обстоятельствам9) столковываться, соглашаться(ἀλλήλοις Plat.)
10) тж. med.-pass. быть слаженным, хорошо подходить(γυνέ συναρμόζουσα Xen. - ср. 2)
τὰ συναρμόττοντα στοιχεῖα Plat. — хорошо подобранные составные части;ξ. εἰς ἅπαντα Plat. и συναρμόσασθαι ἅπαντι καιρῷ Diog.L. — подходить ко всему, годиться для всякого случая11) соединятьсяσ. τινὴ εἰς φιλίαν Xen. — сдружиться с кем-л.
-
65 συνεργαζομαι
1) действовать вместе(ξυμπονεῖν καὴ ξ. Soph.)
2) содействовать, способствовать(τινι Polyb.; ἥ ὥρα συνεργάζεται Arst.)
σ. τινί τι Luc. — помогать кому-л. в чем-л.3) быть пригодным, служить(πρός τι Xen.)
4) подвергаться обработке, обрабатыватьсяλίθοι ξυνειργασμένοι Thuc. — обтесанные камни;
χρυσὸς ξυνειργασμένος Luc. — золотые изделия -
66 συνοικοδομεω
вместе строить, застраиватьἐκ πολλῶν ἓν οἰκητήριον σ. Plut. — соединять многие постройки в одно целое;
λίθοι ξυνῳκοδομημένοι Thuc. — сложенные вместе камни -
67 τετραπεδος
I2[πέδον] четырехгранный, имеющий четыре плоскости(λίθοι Diod.)
II2[πούς] имеющий четыре фута(τῷ πλάτει Polyb.)
-
68 τομη
дор. τομά (ᾱ) ἥ [τέμνω]1) отрезок, пень Hom., Soph.2) (отрезанный) конец, крайδοκοὺς ἀρτήσαντες ἁλύσεσι ἀπὸ τῆς τομῆς ἑκατέρωθεν Thuc. — подвесив балки цепями, (укрепленными) на обоих концах
3) место отреза Plat., Arst.τομῇ προσθεῖναί τι Aesch. — приложить что-л. к месту отреза
4) разрез(ание), рассечение, отсечение, отрубание, тж. мед. операцияκαύσει ἢ τομῇ χρῆσθαι Plat. — прибегать к прижиганию или к хирургической операции;
τ. ξύλου Soph. — распиливание дерева;σκυτῶν τ. Plat. — кройка кож, т.е. сапожное дело;λίθοι ἐν τομῇ ἐγγώνιοι Thuc. — пригнанные друг к другу под (прямым) углом камни5) удар или рана(σιδάρου Soph.; πελέκεως Eur.)
6) кастрация Luc.7) мат. сечение; (sc. κώνου) коническое сечение Arst.8) ( на теле насекомого) втяжка, перетяжка Arst.9) разделение, расколδεδεγμένη τομέν πόλις Plut. — подвергшееся распадению государство;
βαθυτάτην τομέν τέμνειν Plut. — вносить глубочайший раскол10) мат. деление(ἀριθμοῦ Plat.)
11) лог. деление, (рас)членение Arst.τομέν ἔχειν ἔν τινι Plat. — проводить разграничение в чем-л.
12) хирургический нож, скальпель(σιδηρόχαλκος τ. Luc.)
13) стих. цезура14) прорытие (sc. τοῦ Ἰσθμοῦ Luc.) -
69 υπερμεγεθης
ион. ὑπερμεγάθης 2непомерно большой, огромный, громадный(λίθοι Hom.; ἔργον Xen.; ψεῦδος Dem.; τὰ ὀστρακόδερμα Arst.)
-
70 φυραμα
1) тесто Arst.μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φ. ζυμοῖ погов. NT. — малая закваска квасит все тесто
2) смесь(ἀέρος καὴ πυρός Plut.)
3) pl. замазка, известка или цемент(φυράματα καὴ λίθοι Plut.)
-
71 πολύτιμος
η, ο [ος, ον ] драгоценный, очень ценный, очень дорогой;πολύτιμοι λίθοι — драгоценные камни
-
72 λίθος
-ου + ὁ N 2 73-100-49-46-38=306 Gn 2,12; 11,3; 28,11.18.22λίθος κασσιτέρινος plummet of tin Zech 4,10; λίθος πράσινος emerald Gn 2,12; λίθος σμαραγδίτης emerald stone Est 1,6; λίθος πάρινος Parian marble, white marble Est 1,6; λίθος τίμιος precious stone 1 Kgs 10,2; λίθος πολυτελής id. 1 Chr 29,2; ξύλοις καὶ λίθοις wood and stone (of images of gods made of these materials) Dt 4,28, see also 28,36.64, 29,16, Ez 20,32*Jos 4,11 καὶ οἱ λίθοι and the stones-והאבנים for MT והכהנים and the priests; *1 Sm 6,18 καὶ ἕως λίθου and to the stone-אבן ועד for MT אבל ועד and to (the place) Abel; *Jer 18,3 ἐπὶ τῶν λίθων onthe stones-על־האבנים ⋄ֶבן ֶאֹא ֶבן⋄ על־האבנים MT forat the potter’s wheel; *Jb 41,7 λίθος stone,rock-צֹר for MT ָצרCf. CARAGOUNIS 1990 9-16.26-30; LE BOULLUEC 1989 120.244; SPICQ 1978a, 493-495; WEVERS 1990,381; →MM -
73 γαργάρται
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαργάρται
-
74 δομάω
A = δέμω:—[voice] Pass.,λίθοι εὖ δεδομημένοι Aristid.1.821
J., cf. J.BJ5.4.2, al., Arr.An.7.22.2. -
75 δομαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δομαῖος
-
76 δύσεργος
δῠσεργ-ος, ον,A hard to work,ὕλη Thphr.HP 5.1.1
;λίθοι Paus.3.21.4
; unfit to be worked,σίδηρος Plu.Lyc.9
; hard to manage,ὁπλισμός Id.Flam.8
;δ. χρῆσθαι Id.Tim.28
; πόλις - οτέρα harder to besiege, Id.Nic.17.2 hard to effect, difficult, Plb.28.8.3, Ph.1.272 ([comp] Sup.);πόλεμος App.Hisp.63
([comp] Sup.); τὸ παραφυλάττειν τὰς ἐξόδους - ότερον J.BJ5.12.1. Adv. - γως, κινηθῆναι Plu.Demetr. 43
.II [voice] Act., incapable of work, useless,πρός τι App.Syr.16
; χεῖμα δ., hiems ignava, Bion Fr.15.5; idle,νωθρὸς καὶ δ. Plu.Alex.33
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσεργος
-
77 θαμέες
Aθαμύς A.D.Adv.153.4
): fem.nom.and acc. θαμειαί, -άς (oxyt., Aristarch. ap. Hdn.Gr.2.22):—poet.Adj. used only in pl., crowded, close-set,ὀδὀντες.. ὑὸς θαμέες ἔχον Il.10.264
; ὀδόντες πυκνοὶ καὶ θ. Od.12.92;θαμέες γὰρ ἄκοντες.. ἀΐσσουσι Il.11.552
, 17.661;ἴκρια.. ἀραρὼν θαμέσι σταμίνεσσι Od.5.252
; πυραί, λίθοι θ., Il.1.52, 12.287; frequent, , Al. 581 (in [comp] Comp. θαμειότερος): [comp] Comp.θαμύντερος Hsch.
Adv. θαμέως,= θαμά, Alc.Supp.25.5 (dub.), Hp.Superf.25, Max.600. -
78 θεμέλιος
θεμέλῐ-ος, ον,A of or for the foundation, ;οἰκόπεδα D.S.5.66
: abs., θεμέλιος (sc. λίθος), ὁ, foundation-stone, Arist.Ph. 237b13, Metaph. 1013a5: metaph., τῆς τέχνης θ. Macho ap.Ath.8.346a;θ. ἀγνοίας Ph.1.266
; οἱ θ. ἐκ παντοίων λίθων ὑπόκεινται the foundations, Th.1.93;τοὺς θ. ἐκ τῶν λίθων οἰκοδομεῖσθαι Arist.PA 668a19
: metaph., προλιπεῖντοὺς προγονικοὺς θ. SIG888.70(Scaptopara, iii A.D.): also neut. (s.v.l.),PPetr.3p.121 (iii B.C.), al.: pl., τὰ θ.Arist.Ph. 200a4, PCair.Zen.176.71 (iii B.C.),al., Paus.8.32.1: metaph., τὰ ὑποβληθέντα θ., of the foundations of the world, Epicur.Ep.2p.38U.: gender indeterminate, μὴ ὑποκειμένων.. θ. X.Eq.1.2; ἐκ τῶν θ. from the foundations, Th.3.68 (also sg.,ἐνέπρησαν [οἰκίαν] ἐκ θεμελίου BGU 909.17
(iv A.D.)): metaph.,ἐκθ. ἐσφαλμένοι Plb.5.93.2
, etc.;ἄρδην καὶ ἐκ θ. ἀπόλλυσθαι Hdn.8.3.2
; also ἀνεκτίσθη τὸ τεῖχος ἐκ θεμελείων (sic) Supp.Epigr.2.480(Kuban, iv A.D.).II θεμέλια, τά, buildingsites, Ptol.Tetr. 174, cf. Vett.Val.82.24,al.III Subst., the fourth τόπος,= ἀντιμεσουράνημα, Herm.Trism. in Cat.Cod.Astr.8(3).101, cf. 8(4).241.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεμέλιος
-
79 καμηλικός
A of or for a camel, (Palmyra, ii A.D.); transportable by camels (cf. ὀνικός), λίθοι POxy.498.8
(ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καμηλικός
-
80 καταζυγίς
II as Adj., λίθοι κ. connecting stones, PCair.Zen.499.21 (iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταζυγίς
См. также в других словарях:
Λίθοι βοήσουσι. — λίθοι βοήσουσι. См. Камение возопиет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
λίθοι, πολύτιμοι — Έτσι ονομάζονται τα ορυκτά (γενικώς κρυσταλλικά, αλλά μερικές φορές και άμορφα) που χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικά αντικείμενα εξαιτίας της ωραιότητας, της σκληρότητας και της σπανιότητάς τους, αφού υποβληθούν πρώτα σε ειδική κατεργασία.… … Dictionary of Greek
λιθοῖ — λιθάω pres opt act 3rd sg (attic epic doric ionic) λιθόομαι pres ind mp 2nd sg λιθόομαι pres opt act 3rd sg λιθόομαι pres ind act 3rd sg λιθόω to be petrified pres ind mp 2nd sg λιθόω to be petrified pres opt act 3rd sg λιθόω to be petrified pres … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίθοι — λίθος stone masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημιπολύτιμοι λίθοι — Βλ. λ.λίθοι πολύτιμοι … Dictionary of Greek
λιθιάσεις — Παθολογικές καταστάσεις που προκαλούνται σε διάφορα όργανα του ανθρώπινου σώματος εξαιτίας της παρουσίας λίθων. Οι λίθοι (πέτρες) είναι στερεά σώματα, τα οποία σχηματίζονται στους εκφορητικούς πόρους των αδένων ή σε κοίλα όργανα εξαιτίας… … Dictionary of Greek
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek
μορένες ή λιθώνες — Υλικά πετρωμάτων που μεταφέρθηκαν και αποτέθηκαν από τους παγετώνες και δημιούργησαν τα μορενικά ή λιθωνικά αποθέματα. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα μορενικά υλικά (ετερογενή ως προς τις διαστάσεις και τη λιθολογική τους σύσταση) προέρχονται… … Dictionary of Greek
λογάς — (I) λογάς, ἡ (Α) συν. στον πληθ. αἱ λογάδες 1. το λευκό τών οφθαλμών 2. (γενικά) οι οφθαλμοί, τα μάτια 3. μτφ. φρ. «λογάδες λίθοι» ακατέργαστοι, απελέκητοι λίθοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταφορική χρήση τού τ. λογάς (II), πρβλ. «λογάδες… … Dictionary of Greek
Σούνιο — I Τοποθεσία της Αττικής στο νοτιότατο άκρο της, όπου βρίσκεται και το ομώνυμο ακρωτήριο. Στην αρχαιότητα το Σ. ήταν ένας από τους αττικούς δήμους, που αποτελούσαν την πόλη των Αθηνών. Στο Σ. υπήρχαν επίσης δύο ιερά, ένα του Ποσειδώνα, του οποίου… … Dictionary of Greek
LAPIS — I. LAPIS Cretensium Rex. II. LAPIS Iuppiter dictus est, secundum Festum, a lapide silice, quem in sanciendis foederibus tenentes, sic iurabant: Si sciens fallam, ita me Diespiter, salvâ urbe arceque bonis eicitat, ut ego hunc lapidem. Vel a… … Hofmann J. Lexicon universale