-
1 лежняк
οι λίθοιοι πέτρες της κοίτης/του πυθμέναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лежняк
-
2 самоцветы
(камни) οι πολύτιμοι και ημιπολύτιμοι λίθοιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > самоцветы
-
3 статолиты
1. (отолиты) анат. οι ωτό-λιθοι 2. бот. οι στατόλιθοι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > статолиты
-
4 драгоценный
επ., βρ: -енен, -нна, -нно;1. πολύτιμος, τιμαλφής• ανεκτίμητος•драгоценный подарок πολύτιμο δώρο•
терять -ов время χάνω τον πολύτιμο χρόνο.
2. (προσηγορία) φίλτατος, ακριβός, προσφιλής.εκφρ.- ые камни – πολύτιμα πετράδια, -μες πέτρες, -μοι λίθοι. -
5 Clamp
subs.Rivet: P. and V. γόμφος, ὁ (Plat., Tim. 43Α).Stones fastened together by clamps on the outside and by lead: P. λίθοι σιδήρῳ πρὸς ἀλλήλους τὰ ἔξωθεν καὶ μολύβδῳ δεδεμένοι (Thuc. 1, 93).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Clamp
-
6 Foundation
subs.P. θεμέλιοι, οἱ, τὰ κάτωθεν (Dem. 21), P. and V. πυθμήν, ὁ, V. ῥίζα, ἡ.From the foundation: use P. and V. κατʼ ἄκρας.met., beginning: P. and V. ἀρχή, ἡ.Cause: P. and V. αἰτία, ἡ.Truth: P. and V. ἀλήθεια, ἡ.The foundation principles of conduct: P. πράξεων ὑποθέσεις, αἱ (Dem. 21).Foundation stones: Ar. θεμέλιοι λίθοι, οἱ, P. θεμέλιοι, οἱ.Act of founding (colonies, etc), subs.: P. κτίσις. ἡ, οἴκισις, ἡ, κατοίκισις, ἡ.Statements based on no foundation of truth: P. ἐπʼ ἀληθείας οὐδεμιᾶς εἰρημένα (Dem. 230).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Foundation
-
7 Masonry
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Masonry
-
8 Square
adj.P. τετράγωνος.——————subs.P. τετράγωνον, τό.Carpenter's implement: P. γωνία, ἡ (Plat.).Square number: P. τετράγωνος ἀριθμός, ὁ.Square root: P. δύναμις, ἡ.Collecting the heavyarmed troops into a square: P. συναγαγὼν... εἰς τετράγωνον τάξιν τοὺς ὁπλίτας (Thuc. 4, 125).Be drawn up in square: P. ἐν πλαισίῳ τετάχθαι (Thuc. 7, 78).——————v. trans.P. τετραγωνίζειν.Huge stones squared in the cutting: P. μεγάλοι λίθοι καὶ ἐν τομῇ ἐγγώνιοι (Thuc. 1, 93).Square ( with), correspond with: P. and V. συμβαίνειν (dat.). συμπίπτειν (dat.), συντρέχειν (dat.), συμφέρειν, or pass. (dat.), P. συμφωνεῖν (dat.); see Correspond.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Square
-
9 Stone-work
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Stone-work
См. также в других словарях:
Λίθοι βοήσουσι. — λίθοι βοήσουσι. См. Камение возопиет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
λίθοι, πολύτιμοι — Έτσι ονομάζονται τα ορυκτά (γενικώς κρυσταλλικά, αλλά μερικές φορές και άμορφα) που χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικά αντικείμενα εξαιτίας της ωραιότητας, της σκληρότητας και της σπανιότητάς τους, αφού υποβληθούν πρώτα σε ειδική κατεργασία.… … Dictionary of Greek
λιθοῖ — λιθάω pres opt act 3rd sg (attic epic doric ionic) λιθόομαι pres ind mp 2nd sg λιθόομαι pres opt act 3rd sg λιθόομαι pres ind act 3rd sg λιθόω to be petrified pres ind mp 2nd sg λιθόω to be petrified pres opt act 3rd sg λιθόω to be petrified pres … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίθοι — λίθος stone masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημιπολύτιμοι λίθοι — Βλ. λ.λίθοι πολύτιμοι … Dictionary of Greek
λιθιάσεις — Παθολογικές καταστάσεις που προκαλούνται σε διάφορα όργανα του ανθρώπινου σώματος εξαιτίας της παρουσίας λίθων. Οι λίθοι (πέτρες) είναι στερεά σώματα, τα οποία σχηματίζονται στους εκφορητικούς πόρους των αδένων ή σε κοίλα όργανα εξαιτίας… … Dictionary of Greek
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek
μορένες ή λιθώνες — Υλικά πετρωμάτων που μεταφέρθηκαν και αποτέθηκαν από τους παγετώνες και δημιούργησαν τα μορενικά ή λιθωνικά αποθέματα. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα μορενικά υλικά (ετερογενή ως προς τις διαστάσεις και τη λιθολογική τους σύσταση) προέρχονται… … Dictionary of Greek
λογάς — (I) λογάς, ἡ (Α) συν. στον πληθ. αἱ λογάδες 1. το λευκό τών οφθαλμών 2. (γενικά) οι οφθαλμοί, τα μάτια 3. μτφ. φρ. «λογάδες λίθοι» ακατέργαστοι, απελέκητοι λίθοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταφορική χρήση τού τ. λογάς (II), πρβλ. «λογάδες… … Dictionary of Greek
Σούνιο — I Τοποθεσία της Αττικής στο νοτιότατο άκρο της, όπου βρίσκεται και το ομώνυμο ακρωτήριο. Στην αρχαιότητα το Σ. ήταν ένας από τους αττικούς δήμους, που αποτελούσαν την πόλη των Αθηνών. Στο Σ. υπήρχαν επίσης δύο ιερά, ένα του Ποσειδώνα, του οποίου… … Dictionary of Greek
LAPIS — I. LAPIS Cretensium Rex. II. LAPIS Iuppiter dictus est, secundum Festum, a lapide silice, quem in sanciendis foederibus tenentes, sic iurabant: Si sciens fallam, ita me Diespiter, salvâ urbe arceque bonis eicitat, ut ego hunc lapidem. Vel a… … Hofmann J. Lexicon universale