-
1 ληϊτις
-
2 ληϊτις
-
3 ἀγε-λεία
ἀγε-λεία, ἡ (ἡ λείαν ἄγουσα VLL., einige auch ἡ λεὼν ἄγουσα oder gar von ἀγέλη), Beuteführerin, Beuterin, Bein. d. Athene bei Hom, vgl. ληϊτις.
См. также в других словарях:
ληίτις — ληΐτις, ίτιδος, ἡ (Α) 1. (επίθ. τής Αθηνάς) αυτή που λαφυραγωγεί, που συνεργεί στη λεία, στη λαφυραγώγηση 2. αιχμάλωτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληΐη, ιων. τ. τού λεία, + επίθημα ίτις (πρβλ. κρην ίτις, στεφαν ίτις)] … Dictionary of Greek
ληῖτις — she who makes fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληῖτιν — ληῖτις she who makes fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληίτιδα — ληί̱τιδα , ληῖτις she who makes fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληίτιδες — ληί̱τιδες , ληῖτις she who makes fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληίτιδι — ληί̱τιδι , ληῖτις she who makes fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληίτιδος — ληί̱τιδος , ληῖτις she who makes fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)