Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ληϊτις

См. также в других словарях:

  • ληίτις — ληΐτις, ίτιδος, ἡ (Α) 1. (επίθ. τής Αθηνάς) αυτή που λαφυραγωγεί, που συνεργεί στη λεία, στη λαφυραγώγηση 2. αιχμάλωτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληΐη, ιων. τ. τού λεία, + επίθημα ίτις (πρβλ. κρην ίτις, στεφαν ίτις)] …   Dictionary of Greek

  • ληῖτις — she who makes fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληῖτιν — ληῖτις she who makes fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληίτιδα — ληί̱τιδα , ληῖτις she who makes fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληίτιδες — ληί̱τιδες , ληῖτις she who makes fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληίτιδι — ληί̱τιδι , ληῖτις she who makes fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληίτιδος — ληί̱τιδος , ληῖτις she who makes fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»