-
1 ληιτις
-
2 Αθηνα
ион. Ἀθήνη, дор. Ἀθάνα и Ἀθαναία, лак. Ἀσάνα, арх. Ἀθηναία, ион. Ἀθηναίη (ᾰθᾱ) ἥ (тж. Παλλάς - άδος) Афина (любимая дочь Зевса, вечнодевственная богиня наук, искусств и ремесел, победоносной войны и мирного процветания, покровительница Аттики и Афин); ее эпитеты у Hom.γλαυκῶπις «светлоокая» или «совоокая», ἀγελείη и ληῖτις «дарующая добычу», ἐρυσίπτολις «градохранительница», λαοσσόος «возбуждающая народы», πολύβουλος «богатая (мудрыми) советами», ἀτρυτώνη «неукротимая», φθισίμβροτος «губящая смертных (на войне)», Τριτογένεια «рожденная на берегах Тритона»
См. также в других словарях:
ληίτις — ληΐτις, ίτιδος, ἡ (Α) 1. (επίθ. τής Αθηνάς) αυτή που λαφυραγωγεί, που συνεργεί στη λεία, στη λαφυραγώγηση 2. αιχμάλωτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληΐη, ιων. τ. τού λεία, + επίθημα ίτις (πρβλ. κρην ίτις, στεφαν ίτις)] … Dictionary of Greek
ληῖτις — she who makes fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληῖτιν — ληῖτις she who makes fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληίτιδα — ληί̱τιδα , ληῖτις she who makes fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληίτιδες — ληί̱τιδες , ληῖτις she who makes fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληίτιδι — ληί̱τιδι , ληῖτις she who makes fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληίτιδος — ληί̱τιδος , ληῖτις she who makes fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)