-
1 ληίτις
-
2 ληῖτις
-
3 ληῖτις
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ληῖτις
-
4 ληῖτις
II [voice] Pass., = ληϊάς, A.R. 1.818, Lyc.105. -
5 ληίτιν
-
6 ληῖτιν
-
7 ληίτιδα
ληί̱τιδα, ληῖτιςshe who makes: fem acc sg -
8 ληίτιδες
ληί̱τιδες, ληῖτιςshe who makes: fem nom /voc pl -
9 ληίτιδι
ληί̱τιδι, ληῖτιςshe who makes: fem dat sg -
10 ληίτιδος
ληί̱τιδος, ληῖτιςshe who makes: fem gen sg -
11 ἀγελείη
ἀγελείη (ἀγω, λεία): booty-bringing, ‘the forayer,’ epith. of Athena; cf. ληῖτις.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀγελείη
-
12 Ἀθηναίη
Ἀθηναίη, Ἀθήνη: the goddess Athena, ἀγελείη, Ἀλαλκομενηίς, γλαυκῶπις, ἐρυσίπτολις, εὐπλόκαμος, ἠύκομος, λαοσσόος, ληῖτις, πολύβουλος; cf. Ἀτρυτώνη, Τριτογένεια, esp. Παλλάς. Fosters the arts, Od. 6.232, Od. 23.160, esp. domestic and feminine accomplishments, Il. 9.390, Od. 2.116; as a goddess of war, she protects cities ( Ἀλαλκομενηίς), and is the especial patron of Odysseus.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἀθηναίη
См. также в других словарях:
ληίτις — ληΐτις, ίτιδος, ἡ (Α) 1. (επίθ. τής Αθηνάς) αυτή που λαφυραγωγεί, που συνεργεί στη λεία, στη λαφυραγώγηση 2. αιχμάλωτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληΐη, ιων. τ. τού λεία, + επίθημα ίτις (πρβλ. κρην ίτις, στεφαν ίτις)] … Dictionary of Greek
ληῖτις — she who makes fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληῖτιν — ληῖτις she who makes fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληίτιδα — ληί̱τιδα , ληῖτις she who makes fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληίτιδες — ληί̱τιδες , ληῖτις she who makes fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληίτιδι — ληί̱τιδι , ληῖτις she who makes fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληίτιδος — ληί̱τιδος , ληῖτις she who makes fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)