-
121 λῃστήρ
-
122 μονότροπος
μονό-τροπος, ον,A living alone, solitary, (lyr.), cf. LXX Ps.67(68).6: title of plays by Phrynichus, Anaxilas, and Ophelio;ἄφιλοι καὶ ἄμικτοι καὶ μ. Plu.2.479c
;μ. βίος Phld.Ir.p.49
W., Ph.1.551, Plu. Pel.3;μ. λῃστής J.BJ2.21.1
;μ. ζῷα Gal.UP1.2
.II of one kind,ἁπλαῖ καὶ μ. ἡδοναί Plu.2.662a
; μ. λέξις, opp. ποικίλη, D.H. Rh.1.8. Adv. - πως J.BJ5.10.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονότροπος
-
123 πειρατής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πειρατής
-
124 φρενολῃστής
A robber of the understanding, deceiver, AP12.144 (Mel.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρενολῃστής
-
125 ψευδολῃστής
A sham robber, name of a Comedy by Timocles.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψευδολῃστής
-
126 ἀρχιλῃστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχιλῃστής
-
127 ἐναργής
ἐναργ-ής, ές,A visible, palpable, in bodily shape, esp. of the gods appearing in their own forms,Χαλεποὶ δὲ θεοὶ φαίνεσθαι ἐναργεῖς Il.20.131
; , cf. 3.420, 7.201; freq. of a dream or vision,ἐναργὲς ὄνειρον ἐπέσσυτο 4.841
; [ ὄναρ] A.Pers. 179, etc.; ὄψιν ἐνυπνίου τῷ ἑωυτοῦ πάθει ἐναργεστάτην most clearly relating to.., Hdt.5.55, cf. 7.47;ἐνύπνια Hp. Prorrh.1.5
; ἐ. ταῦρος in visible form a bull, a very bull, S.Tr.11; ἐ. τινὰ στῆσαι to set him bodily before one, Id.OC 910; ἐ. βλεφάρων ἵμερος desire beaming from the eyes, Id.Ant. 795 (lyr.).2 manifest to the mind's eye, τάδ' ἀντίπρῳρα δή σοι βλέπειν πάρεστ' ἐ. S.Tr. 224; λῃστὴς ἐ. the manifest robber, Id.OT 535, cf.Ant. 263;τοῖς ὁρῶσιν ἐ. ἡ ὕβρις φαίνεται D.21.72
. Adv. - γῶς visibly, manifestly, A.Th. 136, S.El. 878;ἐ. ἡ θεός σ' ἐπισκοπεῖ Ar. Eq. 1173
.3 of words, etc., clear, distinct,ἐ. βάξις ἦλθεν A.Pr. 663
; freq. in Prose, ἐ. τεκμήριον, σημεῖον, ἀπόδειξις, etc., Pl. Ion 535c, Ti. 72b ([comp] Comp.), D.18.300, etc.;- εστέρα γνῶσις Pl.Tht. 206b
, cf.Epicur.Ep.3 p.60 U.; [suff] ἐναργ-εστάτη αῐσθησις Arist.Pr. 886b35<*>ἐ. τοῦ πράγματος ἐπίνοια Epicur.Fr. 255
; καὶ τοῦτο ἐ. ὄτι.. (for δῆλον ὅτι) Pl.Tht. 150d;ἐναργὲς τοῦτο συμβαλεῖν Ar.V.50
. Adv. - γῶς, [dialect] Ion.-γέως, λέγειν Hdt.8.77
; παραστῆσαι Acl.Tact.1.5: [comp] Comp.-έστερον, εἰπεῖν, διόψεται, Pl.Ti. 49a, R. 611c: [comp] Sup.-έστατα, γνῶναι Id.Alc.1.132c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναργής
-
128 ἀρχιλῃστής
См. также в других словарях:
ληστής — ο (AM λῃστής, Α τ. ληϊστής, δωρ. τ. λᾳστής) 1. αυτός που αρπάζει ξένη περιουσία με τη βία, αυτός που διαπράττει ληστεία («πανοῡργον κλῶπα καὶ λῃστήν τινα», Ευρ.) 2. αυτός που ζει στα βουνά και κλέβει βίαια ή με απειλή όσους συναντά, καθώς και… … Dictionary of Greek
λῃστής — ληιστής masc nom sg λῃστής robber masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληστής — ο 1. αυτός που κάνει ληστείες: Συνέλαβαν τους ληστές και τους οδήγησαν στη φυλακή. 2. αυτός που ζει στα βουνά και συντηρείται από ληστείες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σκίρων ή Σκείρων — Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, θρυλικός ληστής που σκοτώθηκε από το Θησέα. Σύμφωνα με μια αττική παράδοση, ο ληστής παραμόνευε στις Σκιρωνίδες Πέτρες, που ονομάστηκαν έτσι από το μύθο αυτό και που βρίσκονταν στην ανατολική ακτή της Μεγαρίδας … Dictionary of Greek
ληιστά — ληιστά̱ , ληιστής masc nom/voc/acc dual ληιστής masc voc sg ληιστής masc nom sg (epic) ληιστός to be carried off as booty neut nom/voc/acc pl ληιστά̱ , ληιστός to be carried off as booty fem nom/voc/acc dual ληιστά̱ , ληιστός to be carried off as … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστά — λῃστά̱ , ληιστής masc nom/voc/acc dual ληιστής masc voc sg ληιστής masc nom sg (epic) ληιστός to be carried off as booty neut nom/voc/acc pl λῃστά̱ , ληιστός to be carried off as booty fem nom/voc/acc dual λῃστά̱ , ληιστός to be carried off as… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Dionysis Savvopoulos — (2007) Dionysis Savvopoulos (griechisch Διονύσης Σαββόπουλος, * 2. Dezember 1944 in Thessaloniki) ist ein griechischer Komponist, Musiker und Sänger. Savvopoulos ist bekannt für das Verbinden unterschiedlicher Musikstile. Einerseits verbinde … Deutsch Wikipedia
Savvopoulos — Dionysis Savvopoulos Dionysis Savvopoulos (griechisch Διονύσης Σαββόπουλος); (* 2. Dezember 1944 in Thessaloniki) ist ein griechischer Komponist, Musiker und Sänger. Savvopoulos ist bekannt für das Verbinden unterschiedlicher Musikstile.… … Deutsch Wikipedia
Σκίρων — ωνος, ο, ΝΜΑ, και Σκίρρων και Σκείρων Α 1. μυθ. ληστής που διέμενε στις Σκιρωνίδες πέτρες, ο οποίος, αφού λήστευε τους διαβάτες, τούς ανάγκαζε να τού πλύνουν τα πόδια και με αιφνίδιο λάκτισμα τούς έριχνε στη θάλασσα, όπου μια τεράστια χελώνα… … Dictionary of Greek
Τέρμερος — Αρχαίος ληστής. Έδρασε μαζί με τον Λύκο στην Καρία. Θεωρείται, ο ιδρυτής της παράλιας καρικής πόλης Τέρμερας, που βρισκόταν σε μικρή απόσταση από την Αλικαρνασσό. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής, γιατί δολοφονούσε τους περαστικούς με ένα… … Dictionary of Greek
εξπιλάτωρ — ἐξπιλάτωρ, ο (Μ) ληστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. expilator «ληστής»] … Dictionary of Greek