-
81 λῃσταῖν
ληιστήςmasc gen /dat dualληιστόςto be carried off as booty: fem gen /dat dualλῃστήςrobber: masc gen /dat dual (ionic) -
82 λησταίς
ληιστήςmasc dat plληιστόςto be carried off as booty: fem dat plλῃστήςrobber: masc dat pl (ionic) -
83 λῃσταῖς
ληιστήςmasc dat plληιστόςto be carried off as booty: fem dat plλῃστήςrobber: masc dat pl (ionic) -
84 λησταί
ληιστήςmasc nom /voc plληιστόςto be carried off as booty: fem nom /voc plλῃστήςrobber: masc nom /voc pl (ionic) -
85 λῃσταί
ληιστήςmasc nom /voc plληιστόςto be carried off as booty: fem nom /voc plλῃστήςrobber: masc nom /voc pl (ionic) -
86 ληστού
ληιστήςmasc gen sgληιστόςto be carried off as booty: masc /neut gen sgλῃστήςrobber: masc gen sg (ionic) -
87 λῃστοῦ
ληιστήςmasc gen sgληιστόςto be carried off as booty: masc /neut gen sgλῃστήςrobber: masc gen sg (ionic) -
88 ληστών
ληιστήςmasc gen plληιστόςto be carried off as booty: fem gen plληιστόςto be carried off as booty: masc /neut gen plλῃστήςrobber: masc gen pl (ionic) -
89 λῃστῶν
ληιστήςmasc gen plληιστόςto be carried off as booty: fem gen plληιστόςto be carried off as booty: masc /neut gen plλῃστήςrobber: masc gen pl (ionic) -
90 ληστήν
ληιστήςmasc acc sg (attic epic ionic)ληιστόςto be carried off as booty: fem acc sg (attic epic ionic)λῃστήςrobber: masc acc sg (attic epic ionic) -
91 λῃστήν
ληιστήςmasc acc sg (attic epic ionic)ληιστόςto be carried off as booty: fem acc sg (attic epic ionic)λῃστήςrobber: masc acc sg (attic epic ionic) -
92 2812
{сущ., 16}вор, тать.Синонимы: 2812 ( κλέπτης) говорит о человеке, совершающем тайное, скрытное воровство, а 3027 ( λῃστής) указывает на совершающего открытый грабеж.Ссылки: Мф. 6:19, 20; 24:43; Лк. 12:33, 39; Ин. 10:1, 8, 10; 12:6; 1Кор. 6:10; 1Фес. 5:2, 4; 1Пет. 4:15; 2Пет. 3:10; Откр. 3:3; 16:15.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2812
-
93 κλέπτης
{сущ., 16}вор, тать.Синонимы: 2812 ( κλέπτης) говорит о человеке, совершающем тайное, скрытное воровство, а 3027 ( λῃστής) указывает на совершающего открытый грабеж.Ссылки: Мф. 6:19, 20; 24:43; Лк. 12:33, 39; Ин. 10:1, 8, 10; 12:6; 1Кор. 6:10; 1Фес. 5:2, 4; 1Пет. 4:15; 2Пет. 3:10; Откр. 3:3; 16:15.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κλέπτης
-
94 κλέπτης
{сущ., 16}вор, тать.Синонимы: 2812 ( κλέπτης) говорит о человеке, совершающем тайное, скрытное воровство, а 3027 ( λῃστής) указывает на совершающего открытый грабеж.Ссылки: Мф. 6:19, 20; 24:43; Лк. 12:33, 39; Ин. 10:1, 8, 10; 12:6; 1Кор. 6:10; 1Фес. 5:2, 4; 1Пет. 4:15; 2Пет. 3:10; Откр. 3:3; 16:15.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κλέπτης
-
95 3027
{сущ., 15}разбойник, грабитель, бандит.Синонимы: 2812 ( κλέπτης).Ссылки: Мф. 21:13; 26:55; 27:38, 44; Мк. 11:17; 14:48; 15:27; Лк. 10:30, 36; 19:46; 22:52; Ин. 10:1, 8; 18:40; 2Кор. 11:26.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3027
-
96 bandit
['bændit](an outlaw or robber, especially as a member of a gang: They were attacked by bandits in the mountains.) ληστής -
97 highwayman
plural - highwaymen; noun (in earlier times, a man usually on horseback, who attacked and robbed people travelling in coaches etc on public roads.) ληστής -
98 mugger
noun (a person who attacks others in this way.) ληστής -
99 robber
noun The bank robbers got away with nearly $50,000.) ληστής -
100 бандит
[μπανντίτ] ουσ. α ληστής
См. также в других словарях:
ληστής — ο (AM λῃστής, Α τ. ληϊστής, δωρ. τ. λᾳστής) 1. αυτός που αρπάζει ξένη περιουσία με τη βία, αυτός που διαπράττει ληστεία («πανοῡργον κλῶπα καὶ λῃστήν τινα», Ευρ.) 2. αυτός που ζει στα βουνά και κλέβει βίαια ή με απειλή όσους συναντά, καθώς και… … Dictionary of Greek
λῃστής — ληιστής masc nom sg λῃστής robber masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληστής — ο 1. αυτός που κάνει ληστείες: Συνέλαβαν τους ληστές και τους οδήγησαν στη φυλακή. 2. αυτός που ζει στα βουνά και συντηρείται από ληστείες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σκίρων ή Σκείρων — Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, θρυλικός ληστής που σκοτώθηκε από το Θησέα. Σύμφωνα με μια αττική παράδοση, ο ληστής παραμόνευε στις Σκιρωνίδες Πέτρες, που ονομάστηκαν έτσι από το μύθο αυτό και που βρίσκονταν στην ανατολική ακτή της Μεγαρίδας … Dictionary of Greek
ληιστά — ληιστά̱ , ληιστής masc nom/voc/acc dual ληιστής masc voc sg ληιστής masc nom sg (epic) ληιστός to be carried off as booty neut nom/voc/acc pl ληιστά̱ , ληιστός to be carried off as booty fem nom/voc/acc dual ληιστά̱ , ληιστός to be carried off as … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστά — λῃστά̱ , ληιστής masc nom/voc/acc dual ληιστής masc voc sg ληιστής masc nom sg (epic) ληιστός to be carried off as booty neut nom/voc/acc pl λῃστά̱ , ληιστός to be carried off as booty fem nom/voc/acc dual λῃστά̱ , ληιστός to be carried off as… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Dionysis Savvopoulos — (2007) Dionysis Savvopoulos (griechisch Διονύσης Σαββόπουλος, * 2. Dezember 1944 in Thessaloniki) ist ein griechischer Komponist, Musiker und Sänger. Savvopoulos ist bekannt für das Verbinden unterschiedlicher Musikstile. Einerseits verbinde … Deutsch Wikipedia
Savvopoulos — Dionysis Savvopoulos Dionysis Savvopoulos (griechisch Διονύσης Σαββόπουλος); (* 2. Dezember 1944 in Thessaloniki) ist ein griechischer Komponist, Musiker und Sänger. Savvopoulos ist bekannt für das Verbinden unterschiedlicher Musikstile.… … Deutsch Wikipedia
Σκίρων — ωνος, ο, ΝΜΑ, και Σκίρρων και Σκείρων Α 1. μυθ. ληστής που διέμενε στις Σκιρωνίδες πέτρες, ο οποίος, αφού λήστευε τους διαβάτες, τούς ανάγκαζε να τού πλύνουν τα πόδια και με αιφνίδιο λάκτισμα τούς έριχνε στη θάλασσα, όπου μια τεράστια χελώνα… … Dictionary of Greek
Τέρμερος — Αρχαίος ληστής. Έδρασε μαζί με τον Λύκο στην Καρία. Θεωρείται, ο ιδρυτής της παράλιας καρικής πόλης Τέρμερας, που βρισκόταν σε μικρή απόσταση από την Αλικαρνασσό. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής, γιατί δολοφονούσε τους περαστικούς με ένα… … Dictionary of Greek
εξπιλάτωρ — ἐξπιλάτωρ, ο (Μ) ληστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. expilator «ληστής»] … Dictionary of Greek