-
1 ληνοί
ληνόςanything shaped like a tub: masc nom /voc pl -
2 σιληνοί
σῑληνοί, σῑληνόςa figure of Silenus: masc nom /voc pl -
3 φάκται
φάκται· ληνοί, σιπύαι, πύελοι, Hsch. -
4 βαβάκινον
βαβάκινον, - οςGrammatical information: m. (n.?)Meaning: χύτρας εἶδος H.Other forms: Cf. βακάϊον μέτρον τι H.Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Celt.?, Anat.?Etymology: Comparing ἐμβακανίτης τὸ μετὰ τοῦ ταρίχους καὶ στέατος σκευαζόμενον βρῶμα H. (and Cyrill. mss.). Latte Glotta 32, 41 reconstructs an unreduplicated form *βάκινος (- ον) *βάκανον, probably also found in Lat. bacchinon (Greg. Tur.; from which Fr. bassin); cf. W.-Hofmann s. baccīnum. The word would be Anatolian or Celtic; also Germ. Back? Furnée 171 connects φάκται ληνοί, σιπύαι, πύελοι, Myc. du. pakoto \/phaktō\/. The variation would point to a Pre-Gr. word; uncertain.Page in Frisk: 1,206Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βαβάκινον
См. также в других словарях:
ληνοί — ληνός anything shaped like a tub masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληνός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 408 κάτ.) στη πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 14 χλμ. Δ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σώστου. * * * ο (AM ληνός, ἡ και ὁ, Α δωρ. τ. λανός) μικρό κτίσμα … Dictionary of Greek
ПОХОРОНЫ — • Funus. I. У греков: τάφος. Торжественно хоронить мертвых и считать их могилы святыми было у греков религиозною обязанностью и вкоренившимся обычаем, основанным на их веровании в блуждание непогребенных. Какие глубокие… … Реальный словарь классических древностей
ПОХОРОНЫ — • Funus. I. У греков: τάφος. Торжественно хоронить мертвых и считать их могилы святыми было у греков религиозною обязанностью и вкоренившимся обычаем, основанным на их веровании в блуждание непогребенных. Какие глубокие… … Реальный словарь классических древностей
σαρκοφάγος — Νεκρική λάρνακα λίθινη ή πήλινη, σε χρήση από την προϊστορική εποχή ως το Μεσαίωνα. Οι πρώτες σ. εμφανίζονται στην Αίγυπτο κατά την 3η π.Χ. χιλιετία: είναι ξύλινες κιβωτιόσχημες, με ζωγραφική ή πλαστική διακόσμηση, ή ανθρωποειδείς με κάλυμμα που… … Dictionary of Greek
φάκται — Α (κατά τον Ησύχ.) «ληνοί, σιπύαι, πύελοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρέπει πιθ. να διαβαστεί φάκτα (βλ. λ. φάκτον [Ι])] … Dictionary of Greek
σιληνοί — σῑληνοί , σῑληνός a figure of Silenus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)