Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λεύκινος

См. также в других словарях:

  • λεύκινος — of white poplar masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεύκινος — (I) η, ο / Α λεύκινος, ίνη, ον [λεύκη] φτειαγμένος από λεύκα, ιδίως από το ξύλο της αρχ. (για στρατιώτη) στολισμένος με στεφάνι από λεύκα. (II) λεύκινος, ίνη, ον (Α) [λευκαία] κατασκευασμένος από το φυτό λευκαία,* από σχοινί …   Dictionary of Greek

  • λευκίνων — λεύκινος of white poplar fem gen pl λεύκινος of white poplar masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεύκινον — λεύκινος of white poplar masc acc sg λεύκινος of white poplar neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκίνοις — λεύκινος of white poplar masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκίνου — λεύκινος of white poplar masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκίνους — λεύκινος of white poplar masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκίνῃ — λεύκινος of white poplar fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκίνῳ — λεύκινος of white poplar masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»