-
1 ῥάμφος
Grammatical information: n.Meaning: `(hooked) birdbeak' (com., Call., Plu.).Other forms: Further ῥαμψόν καμπύλον, βλαισόν; ῥαμψὰ γόνατα βλαισὰ γόνατα, τὸ δε αὑτὸ καὶ ῥαιβά H.; (after γαμψός a.o?); cf. Specht Ursprung 200 w. lit., Stang Symb. Oslo. 23, 47.Compounds: λεπτό-ραμφος `having a thin beak' (Paul. Aeg.).Derivatives: ῥαμφή f. `crooked knife' (Plb., H.). From ῥάμφος: ῥάμφ-ιον n. dimin. (sch.), - ίς, - ίδος f. `crooked clasp' (Hero), also = νεὼς εἶδος H. (cf. κορωνίς), - ιος = πελεκανός (Cyran.), - ώδης `beak-like' (Philostr.), - ησταί ἰχθῦς ποιοί H. (Strömberg Fischnamen 43), - άζομαι `to poke with the beak' (H., Phot.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Beside ῥάμφος, ῥαμφή (cf. e.g. γράφος: γραφή) stands with regular full grade ῥέμφος τό στόμα, η ῥίς H. With ῥαμφ- cf. καμπ-, γναμπ-, κραμβ- a.o., for the anlaut also ῥαιβός. No direct agreement. Phonetically comparable, semant. combinable ῥέμβομαι `turn round, roam' (s.v.) with ῥόμβος `(magic) wheel'. Furher one compared Germ., MLG wrimpen `turn up one's nose', wramp-achtich `curled, crooked'; so IE *u̯remb(h)-. Cf. ῥάβδος, ῥέμβομαι; also ῥομφαία. -- The variation β\/ψ prob. points to a Pre-Greek word, which is also prob. seen the a-vocalism.Page in Frisk: 2,641-642Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥάμφος
-
2 λεπτόραμφος
λεπτό-ραμφος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεπτόραμφος
См. также в других словарях:
λεπτόρραμφος — λεπτόρραμφος, ον (Μ) αυτός που έχει λεπτό ράμφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + ράμφος] … Dictionary of Greek
αιγυπιός — (aegypius). Αρπακτικό πτηνό της οικογένειας των γυπιδών. Ζει στην Αφρική και μεταναστεύει στη νότια Ευρώπη. Το σώμα του έχει μήκος 60 έως 70 εκ., λευκό με κόκκινες αποχρώσεις. Οι φτερούγες του είναι μαύρες και ο λαιμός και το κεφάλι του κίτρινα.… … Dictionary of Greek
τρυγόνι — (streptopelia turtur). Περιστερόμορφο πτηνό της οικογένειας των περιστεριδών, μήκους περίπου 30 εκ. και ανοίγματος πτερύγων περίπου 50 εκ. Τρώει σπόρους, βλαστούς και μικρά ασπόνδυλα και ζει στις νοτιοκεντρικές περιοχές της Ευρώπης και στη δυτική … Dictionary of Greek
μεροπίδες — (meropidae). Οικογένεια κορακόμορφων πτηνών που περιλαμβάνει 24 είδη, γνωστά με τη κοινή ονομασία μελισσοφάγοι. Πρόκειται για πουλιά των εύκρατων και τροπικών περιοχών του Παλαιού Κόσμου, τα οποία χαρακτηρίζονται από το πλούσιο χρωματιστό τους… … Dictionary of Greek
πτηνά — Τάξη σπονδυλωτών ιδιαίτερα προσαρμοσμένων για την πτήση εξαιτίας της μετατροπής των μπροστινών άκρων σε φτερούγες. Τα π. είναι ζώα ομοιόθερμα, δηλαδή με σταθερή θερμοκρασία του σώματος, κατά μέσο όρο υψηλότερη από τη θερμοκρασία των θηλαστικών.… … Dictionary of Greek
αγριόπαπια — Είδος χηνομόρφων πτηνών της οικογένειας των ανατιδών. Την ίδια ονομασία έχουν και άλλα συγγενικά είδη που ανήκουν κυρίως στο ίδιο γένος (νήσσα). Το σώμα τους έχει μήκος γύρω στα 0,5 μ. Το βάρος τους είναι περίπου 1 1,5 κιλό. Χαρακτηρίζονται από… … Dictionary of Greek
αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… … Dictionary of Greek
κολιμπρί — Κοινή ονομασία πτηνών της οικογένειας των τροχιλιδών, της τάξης των αποδομόρφων. Τα κ. είναι γενικά πολύ μικρά, για αυτό ονομάζονται πουλιά μύγες. Είναι μικροποδιόμορφα, δηλαδή έχουν πολύ κοντά πόδια, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να περπατήσουν ή … Dictionary of Greek
πελαργός — Oνομασία μερικών μεγαλόσωμων καλοβατικών πτηνών, της οικογένειας των πελαργιδών. Ο λευκός π. (cinonia ciconia), τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας, γνωστός ως λελέκι, έχει μήκος 1,30 μ. και άνοιγμα φτερών που μπορεί να ξεπεράσει τα 2,20 μ. Το… … Dictionary of Greek
φαλαρόπους — (phalaropus). Γένος πουλιών της οικογένειας των φαλαροποδιδών, της τάξης των χαραδριόμορφων. Περιλαμβάνει πουλιά μέτριου μεγέθους με ίσιο και μακρύ ράμφος, μακριές και μυτερές φτερούγες, στρογγυλή ουρά και πόδια μέτριου ύψους. Το τρίχωμά τους,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek