Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λεπαδνιστήρ

См. также в других словарях:

  • λεπαδνιστήρ — λεπαδνιστήρ, ῆρος, ὁ (Α) το άκρο τού λεπάδνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέπαδνον, μέσω ενός αμάρτυρου *λεπαδνίζω + επίθημα τήρ, δηλωτικό οργάνου (πρβλ. βραχιονισ τήρ, κορυφισ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • λεπαδνιστῆρες — λεπαδνιστήρ end of the masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»