-
1 λεπαδνιστήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεπαδνιστήρ
-
2 λεπαδνιστήρες
-
3 λεπαδνιστῆρες
См. также в других словарях:
λεπαδνιστήρ — λεπαδνιστήρ, ῆρος, ὁ (Α) το άκρο τού λεπάδνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέπαδνον, μέσω ενός αμάρτυρου *λεπαδνίζω + επίθημα τήρ, δηλωτικό οργάνου (πρβλ. βραχιονισ τήρ, κορυφισ τήρ)] … Dictionary of Greek
λεπαδνιστῆρες — λεπαδνιστήρ end of the masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)