-
1 λεπίδες
λεπίςepithelial debris: fem nom /voc pl -
2 λεπίς
-ίδος + ἡ N 3 6-0-0-0-0=6 Lv 11,9.10.12; Nm 17,3; Dt 14,9 -
3 καθηλόω
A nail on,παραβλήματα κατηλῶσαι IG22.1604.31
(iv B.C.);τι πρός τι Plu.Alex.24
;περί τι Apollod.1.9.1
, cf. IG22.463.79, 1668.57;οἷον κ. τὴν ψυχὴν πρὸς τὴν ἀπόλαυσιν Porph. Abst.1.38
:—[voice] Pass., κλῖμαξ σανίσι καθηλωμένη with boards nailed thereto, Plb.1.22.5, cf. Apollod.Poliorc.189.5;καθηλωθήσεται σύριγξι καμαρικαῖς Ath.Mech.36.5
; λεπίδες καθηλωμέναι nailed on, D.S.20.91, cf. Orib.49.4.51;Χάλκωμα συμμαχίας.. ἐν Καπετωλίῳ κατηλωθῆναι IG 12(3).173.7
(Astypalaea, ii B.C.).II by confusion of Hebr. sāmar 'bristled' with sāmar, imper. sèmōr 'nail thou',καθήλωσον ἐκ τοῦ φόβου σου τὰς σάρκας μου LXXPs.118(119).120
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθηλόω
-
4 λεπίς
A epithelial debris, Hp.Aph.4.81; layer of the skull, PMed. in Arch.Pap.4.270; ᾠοῦ λ. egg- shell, Sch.Ar. Pax 198; cup of a filbert, AP6.22 ([place name] Zonas), 102 (Phil.); coat of an onion, Sch.Luc.Hist.Conscr. 26.2 collectively, scales of fish,λεπίδος σιδηρέης ὄψιν ἰχθυοειδέος Hdt.7.61
;ὃ ἐν ὄρνιθι πτερόν, τοῦτο ἐν ἰχθύϊ ἐστὶ λ. Arist.HA 486b21
; opp. φολίς, ib. 490b23, 517b5; also of serpents, v.l. in Nic.Th. 154, cf. Emp.82.3 of other things, λ. χαλκοῦ flakes that fly from copper in hammering, Dsc.5.78, 79: abs.,λεπίς Hp.Mul.1.63
.4 plate of metal, Ph.Bel.69.50, Hero Aut.12.2, D.S.20.91, Plu.Phoc.18; collectively,λ. σιδηρᾶ BGU544.8
(ii A.D.); of gold and silver, Plb.10.27.10;λ. ἀργυρᾶ PMag.Par.1.258
.5 λ. πρίονος blade of a saw, Heliod. ap. Orib.47.14.5. -
5 ἀμφίκυρτος
ἀμφί-κυρτος, ον,A convex on each side, like the moon in her second or third quarter, gibbous, Arist.Cael. 291b20, Thphr.Sign.56, Plu.2.381d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφίκυρτος
-
6 ἐπιχαλκεύω
A forge upon an anvil, ; ἐπιχαλκεύειν παρέχοιμ' ἄν, i.e. you can use me as an anvil (I am so hard), Ar.Nu. 422 ; 'drive home' a point, Arist.Rh. 1419b15 (dub. sens.).II [voice] Pass., to be wrought upon, λεπίδες [ τοῖς κίοσιν]- κεχαλκευμέναι J.AJ3.6.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιχαλκεύω
-
7 λεπίς
λεπίς, ίδος, ἡ (λέπω ‘to peel’; a thin layer that covers someth., such as ‘scales’ of fish, Hdt. et al.; Michel 833, 11 [279 B.C.]; BGU 544, 8; PGM 4, 258 al.; LXX; TestJob 43:8; Philo; Jos., Ant. 3, 149) ‘scale’.① flattened plate covering the skin of marine creatures, scales, a collective B 10:1 (cp. Lev 11:9ff; Dt 14:9f; TestJob 43:8 λεπίδας τοῦ δράκοντος).② a thin flaky piece, scale in a simile ἀπέπεσαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὡς λεπίδες someth. like scales fell fr. his eyes, i.e. he suddenly regained his sight Ac 9:18. For the expr. cp. Galen: CMG V 4, 1, 1 p. 77, 3 οἷον λεπὶς ἀπέπιπτε=‘someth. like a scale fell off ’ (other exx. in Hobart 39). On the figure cp. Tob 11:12.—DELG s.v. λέπω A 1. M-M. TW. Spicq.
См. также в других словарях:
λεπίδες — λεπίς epithelial debris fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διήθηση — Διαδικασία διαχωρισμού στοιχείων που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς κάποια ιδιαίτερη ιδιότητα. Η επεξεργασία αυτή εφαρμόζεται σε πολλούς τομείς. δ. αερίων.Πραγματοποιείται είτε κατευθύνοντας τον αέρα, που περιέχει πολύ λεπτές σκόνες, να περάσει… … Dictionary of Greek
χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες … Dictionary of Greek
ηλεκτρικές οικιακές συσκευές — Συσκευές των οποίων η λειτουργία βασίζεται στον ηλεκτρισμό και οι οποίες αυτοματοποιούν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό διάφορες οικιακές εργασίες. Οι η.ο.σ., λόγω της μεγάλης τους διάδοσης, έχουν δημιουργήσει μια ανθηρότατη βιομηχανία και κατέχουν… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ναυπλίου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου βρίσκεται στη δυτική πλευρά της κεντρικής πλατείας της παλαιάς πόλης του Ναυπλίου, της πλατείας Συντάγματος. Το τριώροφο κτίριο που στεγάζει το μουσείο χτίστηκε το 17ο αι., στη διάρκεια της Ενετοκρατίας, και… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Χαλκίδας — Στο αρχαιολογικό μουσείο της πρωτεύουσας της Εύβοιας εκτίθενται ευρήματα που χρονολογούνται από την παλαιολιθική μέχρι και την ύστερη ρωμαϊκή εποχή και προέρχονται από τις ανασκαφές στην ίδια την πόλη, στη γύρω περιοχή και σε άλλες τοποθεσίες του … Dictionary of Greek
Evridiki — Infobox musical artist Name = Evridiki Img capt = Evridiki performing Comme Ci, Comme Ça at the Eurovision Song Contest 2007 Img size = Landscape = Background = solo singer Birth name = Alias = Born = birth date and age|1968|2|25 Limassol, Cyprus … Wikipedia
CATHEDRA Ferrea — Καθέδρα ςιδηρᾶ inter martyrum olim tormenta, frequens apud Ecclesiae Graecac Scriptores, sicut et καλκαῖ λεπίδες, laminae seu squamae aeneae. Ita legimus apud Eusebium, Histor. Eccl. l. 5. c. 1. in Lugduvensium ac Viennensium ad Fratres Asiaticos … Hofmann J. Lexicon universale
Φαίστος — Πανάρχαια και ονομαστή πόλη της Κρήτης, δεύτερη σε σημασία μετά την Κνωσό, γι’αυτό και η παρουσία της στην αρχαία ελληνική γραμματεία είναι πληθωρική. Αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Όμηρο (Ιλιάδα Β 648 – Οδύσσεια γ 269) ως πόλη ευ ναιετάωσα,… … Dictionary of Greek
Φαιστός — Πανάρχαια και ονομαστή πόλη της Κρήτης, δεύτερη σε σημασία μετά την Κνωσό, γι’αυτό και η παρουσία της στην αρχαία ελληνική γραμματεία είναι πληθωρική. Αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Όμηρο (Ιλιάδα Β 648 – Οδύσσεια γ 269) ως πόλη ευ ναιετάωσα,… … Dictionary of Greek