-
1 ἱππολειχήν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱππολειχήν
-
2 λειχήν
2 a kind of liver-wort, that grows on damp rocks, Dsc.4.53; but ἵππειος λ., = ἱππολειχήν, Nic.Th. 945.3 a lichen-like eruption on the skin of animals, esp. on the chin, mentagra, A.Ch. 281 (pl.), Hp.Aph.3.20 (pl.), Thphr.Sud.14 (pl.), LXX Le.21.20, Gal.14.75, Aët.8.16; also, of the ground, blight, canker, A.Eu. 785 (lyr.).4 in horses, the normal callosity on foreleg, chestnut, Dsc.2.43 (pl.), Cael.Aur.TP1.138 (pl.).—In codd. freq. written λιχήν.
См. также в других словарях:
ιππολειχήν — ἱππολειχήν, ῆνος, ὁ (Α) βότανο θεραπευτικό τών λειχήνων τών ίππων, το ιπποσέλινον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + λειχήν] … Dictionary of Greek
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek