Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

λειμος

См. также в других словарях:

  • εύλειμος — εὔλειμος, ον (Α) ευλείμων* («σῑγα δ εὔλειμος νάπη φύλλ εἶχε», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + * λειμος (< λειμών «λιβάδι»), πρβλ. ευρύ λειμος] …   Dictionary of Greek

  • νωδός — ή, ό (Α νωδός, ή, όν) αυτός που δεν έχει δόντια, φαφούτης νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νωδά τάξη θηλαστικών στην οποία ανήκουν 31 ζώντα είδη και 8 εξαφανισμένες οικογένειες αρχ. μτφ. αμβλύς («ἐπιθυμίας ἐπημβλυμμένος καὶ νωδάς», Πλούτ.).… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»