Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λαμυρίς

См. также в других словарях:

  • λαμυρίς — λαμυρίς, ίδος, ἡ (Α) το λιπαρό δέρμα που κρέμεται από τον λαιμό τών βοδιών, αλλ. λωγάνιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το επίθ. λαμυρός] …   Dictionary of Greek

  • λαμυρίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμυρίδα — λαμυρίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμώρη — (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «λαμυρίς» 2. (κατά το Γλωσσάριον τού Κυρίλλου) «πρυτανεῑον» …   Dictionary of Greek

  • λωγάνιον — και, κατά τον Ησύχ., λωγάλιον και, κατά το λεξ. Σούδα, λογάνιον, τὸ (Α) το πολύπτυχο λιπώδες δέρμα που κρέμεται από τον λαιμό τών βοδιών, αλλ. λαμυρίς («καὶ λωγάνιον καὶ τοῡ βοὸς τὸ πολύπτυχον ἔγκατον», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «δέρμα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»