-
1 λαλιά
λαλιά, ἡ, Geschwätz, Gerede, nach Plat. def. 416 ἀκρασία λόγου ἄλογος; auch = Schwatzhaftigkeit, vgl. Theophr. char. 7; λαλιὰν ἀσκῆσαι, Ar. Nubb. 931; der στωμυλία entsprechend, Ran. 1069; Aesch. 2, 49; λαλιὰ καὶ ϑροῠς, Pol. 1, 32, 6; χυδαῖος καὶ πάνδημ ος, 14, 7, 8; κουρεακή, 3, 20, 5; Folgde. – Bei Sp. auch übh. Rede, Gespräch.
-
2 ἀσκέω
ἀσκέω, 1) sorgfältig, künstlich bearbeiten, verzieren; ἤσκειν εἴρια καλά, 3. sing., Iliad. 3, 388; ἑανόν, ὅν οἱ Ἀϑήνη ἔξυσ' ἀσκήσασα 14, 179; ϑρόνον – Ἥφαιστος τεύξει ἀσκήσας 14, 240; κέρα – τὰ μὲν ἀσκήσας κεραοξόος ἤραρε τέκτων 4, 110; κρητῆρα – Σιδόνες πολυδαίδαλοι εὖ ἤσκησαν 23, 743; ἅρμα δέ οἱ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ εὖ ἤσκηται 10. 438; ἑρμῖν' ἀσκήσας Od. 23, 198; χρυσόν – ὁ δ' ἔπειτα βοὸς κέρασιν περίχευεν ἀσκήσας 3, 438; χορόν, τῷ ἴκελον οἷόν ποτε Δαίδαλος ἤσκησεν Ἀριάδνῃ, ein Bildwerk, Iliad. 18, 592, vgl. Paus. 9, 40, 2; ἡ μὲν τὸν πτύξασα καὶ ἀσκήσασα χιτῶνα, sorgfältig putzen u. reinigen, Od. 1, 439. Uebh. zieren, schmücken, ἠσκημένη πέπλοις Aesch. Pers. 178; Soph. El. 444; κόσμῳ Her. 3, 1, u. öfter; οἶκος ἠσκημένος, künstlich geschmückt, 2, 130; übh. ausrüsten, 'Έλληνες ναυσίν, ἀσπίσιν ἠσκημένοι Eur. I. A. 83; σῶμ' ὃπλοις ἠσκήσατο Hel. 1395; ἀσκεῖν εἰς κάλλος El. 1073. – 2) = ϑεραπεύειν, verehren, δαίμονα Pind. P. 3, 109; ϑέμις ἀσκεῖται Ol. 8, 22 N. 9, 8. Daraus entspringt die bei den Att. gew. Bdtg, üben, ausüben, wie Her. τέχνην, πεντάεϑλον 3, 125. 9, 33 sagt; auch δικαιοσύνην, ἀληϑηΐην 1, 96. 7, 209. So κακότητα Aesch. Prom. 1068; τὰ δίκαια Soph. O. C. 917; κακά Tr. 383; λαλίαν Ar. Nubb. 921; μηδὲν ὑγιές Plut. 50; τινά τι. Einen worin, 47; ἔρωτας, πόνον, ἀπάτας Eur. Hell. 1110; ἀσέβειαν Bacch. 476; λόγῳ ἠσκημένον, das vorgegebene, Soph. El. 1208. So stets in Prosa, σοφίαν καὶ ἀρετήν Plat. Euthyd. 283 a; σιωπήν, Stillschweigen beobachten, Xen. Cyr. 5, 3, 43; bes. σῶμα πρός od. εἴς τι, den Körper stärken, von athletischen u. gymnischen Uebungen, Mem. 1, 2, 19 Cyr. 2, 1, 20 u. Sp.; Phryn. in B. A. 17 erkl. τὸ ἀγωνιστικῆς ἐπιμελείας τυγχάνειν; auch ohne σῶμα, Plat. Lach. 128 e; στάδιον, παγκράτιον, sich im Wettlauf, P. üben, Legg. VII, 795 b; τὰ περὶ τὸν πόλεμον VIII, 832 b; c. inf., ἀσκῶ ποιεῖν, ich bemühe mich zu thun, Xen. Cyr. 5, 5, 12; εὐπετῶς φέρειν Mem. 2, 1, 6; εὖ ἠσκηκότες, den ἀνάσκητοι entgeggstzt, Cyr. 8, 8, 20; ἠσκημένος ἀνήρ Mem. 3, 13, 6; εἰς ἀγῶνα ἄμεινον ἡμῶν ἤσκηται Dem. 9, 52; auch Sp. Bei Is. 7, 14 παῖδα neben δι' ἐπιμελείας ἔχειν.
-
3 ἐπιτηδεύω
ἐπιτηδεύω, impf. ἐπετήδευον, Plat. Phaed. 64 a, perf. ἐπιτετήδευκα, ibd. 82 a, obwohl es kein simplex giebt ( ἐπιτηδές); genau, mit Sorgfalt verrichten, betreiben, ἐν τοῖς κακοῖς πολλή γ' ἀνάγκη κἀπιτηδεύειν κακά, Böses treiben; = ϑεραπεύω, Soph. El. 301; λαλιὰν ἐπιτηδεῦσαι Ar. Ran. 1096, sich auf Geschwätz legen; εὐπαϑείας Her. 1, 135, sich dem Wohlleben ergeben; τὸ δ' ἐπὶ κακουργίᾳ καὶ οὐκ ἀρετῇ ἐπετήδευσαν, thaten sie mit Fleiß, Thuc. 1, 37; τέχνην, eine Kunst treiben, Plat. Theaet. 149 a; εἷς ἕκαστος ἓν ἐπιτήδευμα καλῶς ἐπιτηδεύοι Rep. III, 394 e; ἀρετήν X, 613 a; φιλοσοφίαν Euthyd. 307 b u. ä. öfter; τὸ μὲν ἐπιτηδευτέον, τὸ δ' οὔ Theaet. 176 b; εὐσέβειαν Antiph. 2 γ 11; Folgende; absolut, sich anstrengen, Lycurg.; ἐπιτηδεύσας ὅκως ζεύξῃ Her. 3, 102; listig ersinnen, τὶ πρός τι, 6, 125; pass., κακά τινι ἐπιτετήδευται Lys. 13, 65; κύνες ἐπιτετηδευμέναι πρὸς τὸ αἱρεῖν, Hunde, die abgerichtet sind, zu fangen, Xen. Cyr. 1, 6, 40; τὸ δ' ἐπετηδεύϑη, war mit Fleiß gemacht, Her. 1, 98; – pflegen, Her. 3, 18; ἐπετήδευε κομᾶν Plat. Gorg. 524 c.
-
4 ἐπιτηδεύω
ἐπιτηδεύω, genau, mit Sorgfalt verrichten, betreiben, ἐν τοῖς κακοῖς πολλή γ' ἀνάγκη κἀπιτηδεύειν κακά, Böses treiben;; λαλιὰν ἐπιτηδεῦσαι, sich auf Geschwätz legen; εὐπαϑείας, sich dem Wohlleben ergeben; τὸ δ' ἐπὶ κακουργίᾳ καὶ οὐκ ἀρετῇ ἐπετήδευσαν, taten sie mit Fleiß; τέχνην, eine Kunst treiben; sich anstrengen; listig ersinnen; κύνες ἐπιτετηδευμέναι πρὸς τὸ αἱρεῖν, Hunde, die abgerichtet sind, zu fangen; τὸ δ' ἐπετηδεύϑη, war mit Fleiß gemacht; pflegen
См. также в других словарях:
λαλιάν — λαλιά̱ν , λαλιά talk fem acc sg (attic doric aeolic) λαλιά̱ν , λαλιή talk fem acc sg (attic doric aeolic) λαλιά̱ν , λαλιός fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πουλί — και παλ. τ. πουλλί, το, ΝΜ πτηνό («καθ ἕνα δ ἀπὸ τὰ πουλιὰ κηλάδει τὴν λαλιὰν του», Διγεν. Ακρ.) νεοελλ. 1. νεοσσός, κυρίως κότας 2. μτφ. πέος 3. φρ. α) «ελεύθερος σαν πουλί» χωρίς καμία δέσμευση ή υποχρέωση β) «τρέχει σαν πουλί» τρέχει πάρα πολύ … Dictionary of Greek
υπερόριος — α, ο / ὑπερόριος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, και ποιητ. ιων. τ. ὑπερούριος, ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται ή τελείται πέρα από τα όρια ενός κράτους 2. το θηλ. ως ουσ. η υπερορία α) η πέρα από τα όρια ενός κράτους χώρα, η ξενιτιά (α. «έζησε χρόνια… … Dictionary of Greek