Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λαιμός

  • 81 шея

    [σέγια] ουσ θ λαιμός

    Русско-эллинский словарь > шея

  • 82 воловий

    ья, -ье, επ.
    1. βοδινός• του βοδιού•

    -ье стадо κοπάδι βοδιών.

    2. μτφ. πολύ δυνατός, γερός•

    -ье здоровье σιδερένια υγεία•

    -ьи нервы γερά νεύρα.

    εκφρ.
    - ьи глаза – μάτια σαν του βοδιού (χαύνα κ. εξέχοντα)" -ья шея κοντός και γερός λαιμός (σαν του βοδιού).

    Большой русско-греческий словарь > воловий

  • 83 выя

    θ. (παλ. υψ. ύφος) τράχηλος, αυχένας, λαιμός.

    Большой русско-греческий словарь > выя

  • 84 голенище

    ουδ.
    λαιμός της μπότας.

    Большой русско-греческий словарь > голенище

  • 85 горловина

    θ.
    1. στόμιο, λαιμός•

    горловина вулкана Ο κρατήρας του ηφαιστείου.

    || στενό πέρασμα, περασιά• πόρος.
    2. ξελαίμηση.

    Большой русско-греческий словарь > горловина

  • 86 горлышко

    ουδ.
    1. λαιμάκης, λαιμούλης.
    2. στενό μέρος αντικειμένου•

    горлышко бутылки ο λαιμός του μποκαλιού.

    Большой русско-греческий словарь > горлышко

  • 87 запереть

    -пру, -прешь, παρλθ. χρ. запер
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. заперший), παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запертый, βρ: -перт, -а, -о,
    επιρ. μτχ. заперев ρ.σ.μ.
    1. κλειδώνω, κλείνω με•

    запереть на ключ, на замок κλείνω με το κλαδί, την νιλειδωνιά•

    запереть засовом μανταλώνω, περνώ το μάνταλο.

    2. περιορίζω•

    запереть в монастырь κλείνω στο μοναστήρι.

    || μτφ. εμποδίζω τη διάβαση, φράζω.
    εκφρ.
    -ло дух ή дыхание – μου κλείστηκε ο λαιμός, μου πιάστηκε η αναπνοή.
    1. κλειδώνομαι μέσα. || μτφ. περιορίζομαι, απομονώνομαι.
    2. κλείνω•

    дверь крепко -лась η πόρτα γερά έκλεισε.

    3. βλ. запираться (2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > запереть

  • 88 запершить

    -ит απρόο. ρ.σ. αρχίζει να με τρώει ο λαιμός.

    Большой русско-греческий словарь > запершить

  • 89 записать

    -пишу, -пишешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. записанный, βρ: -сан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. γράφω•

    записать доклад γράφω την εισήγηση•

    записать адрес γράφω τη διεύθυνση.

    2. εγγράφω (σε ταινία, δίσκο).
    3. εγγράφω σε κατάλογο, πρακτικό κ.τ.τ. записать сына в школу εγγράφω το γιο στο σχολείο•

    -ште это за мною γράψτε το στο λογαριασμό μου.

    || σημειώνω.
    4. γράφω στο όνομα, διαθέτω, κληροδοτώ•

    записать дом на жене γράφω το σπίτι στη γυναίκα.

    5. μουντζουρώνω•

    записать всю страницу каракулями γεμίζω όλη τη σελίδα με ορνιθοσκαλίσματα.

    6. αρχίζω να γράφω κλπ. ρ. βλ. писать.
    1. εγγράφομαι.
    2. παραγράφω, γράφω πολλή ώρα•

    -лся, шея болит παράγραψα, ο λαιμός μου πονά.

    || κουράζομαι από το πολύ γράψιμο• με τραβάει το γράψιμο.

    Большой русско-греческий словарь > записать

  • 90 захлебнуть

    ρ.σ,μ.
    1. καταπίνω•

    захлебнуть воды при купании καταπίνω νερό κατά το λουτρό.

    2. πίνω, ρουφώ, περνώ κάτω.
    1. πνίγομαι (από υγρό, καπνό κ.τ.τ.), μου πιάνεται, ο λαιμός•

    он -лся и утонул αυτός έπιε νερό και πνίγηκε.

    2. μου πιάνεται, η αναπνοή, κομπιάζω•

    он -лся от радости του πιάστηκε η αναπνοή από χαρά.

    3. διστάζω να προχωρήσω σε ενέργεια.
    4. σταματώ, παύω να λειτουργώ, σβήνω (για μηχανή, αυτόματο όπλο κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > захлебнуть

  • 91 зоб

    α.
    1. πρόλοβος των πτηνών. || λαιμός.
    2. βρογχοκήλη, λαιμοκήλη.

    Большой русско-греческий словарь > зоб

  • 92 кувшинный

    επ.
    της στάμνας, του λαγηνιού•

    -ое горло ο λαιμός της στάμνας.

    εκφρ.
    - ое рыло – παρασούσουμο πρόσωπο ή παρασούσουμος άνθρωπος.

    Большой русско-греческий словарь > кувшинный

  • 93 мраморный

    επ.
    μαρμάρινος•

    -ая статуя μαρμάρινο άγαλμα.

    || μαρμαροειδής•

    -ая бумага μαρμαροειδές χαρτί ή μαρμαρόκολλα.

    || άσπρος σαν μάρμαρο•

    -ая шея κατάλευκος (χιονόλευκος) λαιμός•

    женщина с -ой шеей γυναίκα μαρ-μαρτράχηλη.

    Большой русско-греческий словарь > мраморный

  • 94 оголённый

    επ. από μτχ.
    (κυρλξ. κ. μτφ.) γυμνός•

    -ая шя γυμνός λαιμός•

    человек сой грудью άνθρωπος γυμνόστηθος, γυμνόστερνος•

    -ая местность γυμνός τόπος (άδεντρος, αβλά-στητος)•

    оголённый провод γυμνό καλώδιο (χωρίς μονωτική ουσία),

    Большой русско-греческий словарь > оголённый

  • 95 открытый

    επ. από μτχ.
    1. ανοιχτός•

    -ое окно ανοιχτό παράθυρο.

    2. απροκάλυπτος•

    -ая местность ανοιχτό μέρος.

    || ακάλυπτος, απροστάτευτος•

    открытый фланг (στρατ.) ακάλυπτο πλευρό.

    3. ακάλυπτος, ασκέπαστος•

    открытый автобус ανοιχτό λεωφορείο.

    4. γυμνός•

    -ая шя γυμνός λαιμός.

    || έξωμος, ξελαιμιστός, ντεκολτέ• σχιστός•

    открытый ворот ανοιχτός γιακάς•

    блуза с -ми рукавами μπλούζα με σχιστά μανίκια.

    5. ελεύθερος (εισόδου)•

    открытый судебный про-цсс δικαστήριο με ανοιχτές τις θύρες•

    -ое партийное собрание ανοιχτή κομματική συνέλευση.

    6. ειλικρινής, ανυπόκριτος• ευθύς•

    с -ым сердцем με ανοιχτή καρδιά•

    открытый характер ευθύς χαρακτήρας.

    7. του είδους, της μορφής•

    -ая форма туберкулза ανοιχτή μορφή φυματίωσης.

    8. μτφ. φανερός, έκδηλος, δεδηλωμένος.
    εκφρ.
    открытый вопрос – ανοιχτό (άλυτο) ζήτημα•
    - ое голосование – ανοιχτή (φανερή) ψηφοφορία•
    лоб – ανοιχτό (μεγάλο) μέτωπο•
    - ое море – ανοιχτή θάλασσα (ελευθεροπλοία)•
    выйти в -ое море – βγαίνω στ ανοιχτά (σε ανοιχτό πέλαγος)•
    - ое письмо – α) ανοιχτό (ασφράγιστο) γράμμα, β) ανοιχτό (δημοσιευόμενο) γράμμα•
    - ая рана – ανοιχτή πληγή (μη επουλωμένη)•
    открытый слог – φωνηεντόληκτη συλλαβή•
    в -ую – ανοιχτά, φανερά (όχι στα κρυφά)•
    под -ым небом – στο ύπαιθρο•
    с -ми глазами – έχοντας πλήρη επίγνωση (σκοπού, καθήκοντος κ.τ.τ.) συνειδητά•
    в -ом поле – στο ύπαιθρο.

    Большой русско-греческий словарь > открытый

  • 96 перевал

    α.
    1. διάβαση, πέρασμα, διέλευση, δίοδος.
    2. κλεισούρα, στενωπός διάσελο, λαιμός, αυχένας.

    Большой русско-греческий словарь > перевал

  • 97 перешеек

    -шейка α. ισθμός, λαιμός.

    Большой русско-греческий словарь > перешеек

  • 98 першить

    -шит
    ρ.δ. (απρόσ.) με τρώει ο λαιμός ή ο λάρυγγας.

    Большой русско-греческий словарь > першить

  • 99 подирать

    -ает
    ρ.δ. ερεθίζω, προκαλώ απέχθεια.
    (απρόσ.) με τρώει•

    горло -ает ο λαιμός με τρώει.

    Большой русско-греческий словарь > подирать

  • 100 седловина

    θ.
    καμπή της ράχης ζώων (όπου επικάθεται η σέλα). || αυχένας, λαιμός ή διάσελο βουνού, σέλωμα.

    Большой русско-греческий словарь > седловина

См. также в других словарях:

  • λαιμός — throat masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… …   Dictionary of Greek

  • λαιμός — ο πληθ. οι λαιμοί και τα λαιμά 1. το τμήμα του σώματος ανάμεσα στο κεφάλι και το στήθος: Φορούσε ένα μενταγιόν στο λαιμό. 2. ο πληθ., τα λαιμά η ασθένεια του λαιμού, αμυγδαλίτιδα, φαρυγγίτιδα κτλ.: Υποφέρει από τα λαιμά της. 3. φρ., «Τον πήρα στο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαιμούς — λαιμός throat masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμόν — λαιμός throat masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμώ — λαιμός throat masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • σφάραγος — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «βρόγχος, τράχηλος, λαιμός, ψόφος» 2. φάρυγγας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σφάραγος με σημ. «ψόφος» συνδέεται με το ρ. σφαραγοῦμαι* και έχει σχηματιστεί μτγν. πιθ. από το σύνθ. σε σφάραγος (πρβλ. ασφάραγος (II), ἐρισφάραγος), κατά το… …   Dictionary of Greek

  • τράχηλος — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης. * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α 1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ασφάραγος — (I) ἀσφάραγος, ο (Α) φάρυγγας, λαιμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ακριβής σημασία της λ. οδηγεί στη σύνδεσή της με τη λ. φάρυγξ, ενώ ο παράλληλος τ. σφάραγος προέκυψε ίσως από παρετυμολογική επίδραση του ρ. σφαραγούμαι «τρίζω, εξογκώνομαι,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»