-
61 щекотать
щекотатьнесов1. γαργαλώ, γαργα-λεύω, γαργοιλίζω·2. перен:\щекотать чье-л. самолюбие κολακεύω τόν ἐγωϊσμό κάποιου· \щекотать нервы διεγείρω τά νεῦρα·3. безл:у меня в го́рле щекочет μέ γαργαλἄ ὁ λαιμός· у меня в носу́ щекочет μέ τρώει ἡ μύτη μου. -
62 γαργαλίζω
μετ.1) щекотать;με γαργαλίζει ο λαιμός — у меня першит в горле;
2) вызывать, возбуждать (аппетит, чувство, желание и т. п.);3) побуждать, склонить, подбивать (на что-л.); 4) απρόσ. подмывает;με γαργαλίζει να... — мена подмывает...;
γαργαλίζομαι — быть охваченным желанием;
γαργαλίζομαι από την ελπίδα να... — питать надежду на...
-
63 κλείνω
(αόρ. έκλεισα, αόρ. (ε)κλείστηκα и εκλείσθην, μετχ. πρκ. (κε)κλεισμένος) 1. μετ.1) закрывать (что-л, открытое); затворить, запирать (дверь, окно и т. п.); 2) затыкать, заделывать (дыру); 3) закрывать, сжимать, смыкать (рот, глаза); 4) закрывать, выключать (свет, воду, газ и т. п.); 5) перекрывать (дорогу и т. п.); τα χιόνια έχουν κλείσει τό χωριό снегопад отрезал деревню от мира; 6) перен. закрывать; ликвидировать; прекращать, заканчивать;κλείνω μαγαζί (εργοστάσιο) — закрывать магазин (предприятие);
κλείνω τό λογαριασμό — закрывать счёт (в банке и т. п.);
κλείν την συζήτηση — закончить дискуссию;
7) договариваться (о чём-л.); заключать (мир и т. п.);κλείν συμφωνία — заключать договор;
κλείνω ραντεβού — договариваться о свидании;
8) помещать (куда-л.); запирать (где-л.); заключать, заточать (в тюрьму);κλείσε τη γούνα στη ντουλάπα повесь шубу в шкаф; τον έκλεισαν στη φυλακή его заключили в тюрьму, под стражу;κλείνω στο φρενοκομείο — поместить в психиатрическую больницу;
§ κλείνω τα μάτια μου — умирать;
κλείνω τό μάτι — подмаргивать;
του κλείνω το στόμα — затыкать кому-л. рот, заставлять замолчать;
του έκλεισα την πόρτα μου закрыть перед кем-л. дверь своего дома, перестать принимать кого-л. у себя;κλείνω την παρένθεση (τα εισαγωγικά) — закрывать скобки (кавычки);
κλείνω εξω ( — или όξω, απόξω) — оставить на улице (кого-л.);
δεν έκλεισα μάτι я не сомкнул глаз, я совсем не спал;2. αμετ. 1) закрываться, запираться;η πόρτα κλείνει με συρτή — дверь запирается на засов;
κλείνουν τα μάτια μου από τη νύστα — глаза закрываются от желания спать;
2) закрываться, ликвидироваться;έκλεισε το θέατρο театр закрылся; 3) исполняться (о времени);κλείνουν πέντε χρόνια από τότε πού... — исполнилось пять лет с тех пор как...;
4) заключаться (о договоре и т. п.);§ έκλεισε η πληγή рана зарубцевалась; ξκλεισε η φωνή μου (или ο λαιμός μου) голос у меня сел, я охрип; σήμεροι το δολλάριο στο χρηματιστήριο εκ- λεισε στα τριακόσια сегодня на бирже курс доллара подскочил до трёхсот -
64 λεπτός
η, ό[ν]1) тонкий, не толстый;λεπτόν ΰφασμα — тонкая ткань;
λεπτός λαιμός — тонкая шея;
λεπτή μέση — тонкая талия;
λεπτά δάκτυλα — тонкие пальцы;
λεπτό το σώμα — тонкое, стройное тело;
λεπτό στρώμα — тонкий слой;
λεπτή ζάχαρη — мелкий сахар;
2) перен. тонкий, изысканный, утончённый; изощрённый;λεπτа χαρακτηριστικά — тонкие черты (лица);
λεπτή μυρωδιά — тонкий запах;
λεπτό άρωμα — тонкий аромат;
λεπτή γεύση — нежный (на) вкус (о продукте);
λεπτή όσφρηση — тонкое обоняние;
λεπτο γούστο — хороший, тонкий вкус;
υπαινιγμός — тонкий намёк;λεπτή ειρωνεία — тонкая насмешка;
λεπτό χιούμορ (πνεύμα) — тонкий юмор (ум);
λεπτή δουλειά — тонкая работа;
λεπτό πράγμα — изящная вещь;
λεπτές διαφορές — тонкие различия;
3) нежный, хрупкий, слабый;λεπτόν άνθος — нежный цветок;
λεπτό ποτήρι — хрупкий стакан;
λεπτο παιδί — хрупкий, слабый ребёнок;
λεπτο στομάχι — нежный желудок;
4) тонкий, нежный; сладкозвучный;5) тактичный, деликатный;λεπτός ανθρωπος — деликатный человек;
άνθρωπος λεπτός στούς τρόπους — человек с тонкими манерами;
6) тощий, неплодородный (о земле);§ λεπτό ζήτημα — деликатный вопрос;
λεπτόν έντερον анат. — тонкая кишка
-
65 λαιμοίο
-
66 λαιμοῖο
-
67 λαιμοίς
-
68 λαιμοῖς
-
69 λαιμού
λαιμάωpres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic)λαιμάωimperf ind mp 2nd sg (attic epic ionic)λαιμόςthroat: masc gen sg -
70 λαιμοῦ
λαιμάωpres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic)λαιμάωimperf ind mp 2nd sg (attic epic ionic)λαιμόςthroat: masc gen sg -
71 λαιμώι
-
72 λαιμῶι
-
73 λαιμών
λαιμάωpres part act masc voc sgλαιμάωpres part act neut nom /voc /acc sgλαιμάωpres part act masc nom sg (attic epic ionic)λαιμάωpres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)λαιμόςthroat: masc gen pl -
74 λαιμῶν
λαιμάωpres part act masc voc sgλαιμάωpres part act neut nom /voc /acc sgλαιμάωpres part act masc nom sg (attic epic ionic)λαιμάωpres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)λαιμόςthroat: masc gen pl -
75 spout
1. verb1) (to throw out or be thrown out in a jet: Water spouted from the hole in the tank.) αναβλύζω,ξεχύνομαι2) (to talk or say (something) loudly and dramatically: He started to spout poetry, of all things!) τσαμπουνώ/απαγγέλω με στόμφο2. noun1) (the part of a kettle, teapot, jug, water-pipe etc through which the liquid it contains is poured out.) στόμιο,λαιμός2) (a jet or strong flow (of water etc).) κρουνός,συντριβάνι -
76 голенище
[γκαλινίστσιε] ουσ. ο. λαιμός της μπότας -
77 горло
[γκόρλα] та. ο. λαιμός -
78 шея
[σέγια] ουσ. θ. λαιμός -
79 голенище
[γκαλινίστσιε] ουσ ο λαιμός της μπότας -
80 горло
[γκόρλα] та. ο. λαιμός
См. также в других словарях:
λαιμός — throat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… … Dictionary of Greek
λαιμός — ο πληθ. οι λαιμοί και τα λαιμά 1. το τμήμα του σώματος ανάμεσα στο κεφάλι και το στήθος: Φορούσε ένα μενταγιόν στο λαιμό. 2. ο πληθ., τα λαιμά η ασθένεια του λαιμού, αμυγδαλίτιδα, φαρυγγίτιδα κτλ.: Υποφέρει από τα λαιμά της. 3. φρ., «Τον πήρα στο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαιμούς — λαιμός throat masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμόν — λαιμός throat masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμώ — λαιμός throat masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
σφάραγος — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «βρόγχος, τράχηλος, λαιμός, ψόφος» 2. φάρυγγας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σφάραγος με σημ. «ψόφος» συνδέεται με το ρ. σφαραγοῦμαι* και έχει σχηματιστεί μτγν. πιθ. από το σύνθ. σε σφάραγος (πρβλ. ασφάραγος (II), ἐρισφάραγος), κατά το… … Dictionary of Greek
τράχηλος — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης. * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α 1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο… … Dictionary of Greek
ασφάραγος — (I) ἀσφάραγος, ο (Α) φάρυγγας, λαιμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ακριβής σημασία της λ. οδηγεί στη σύνδεσή της με τη λ. φάρυγξ, ενώ ο παράλληλος τ. σφάραγος προέκυψε ίσως από παρετυμολογική επίδραση του ρ. σφαραγούμαι «τρίζω, εξογκώνομαι,… … Dictionary of Greek