-
21 krk
λαιμός -
22 throat
λαιμός -
23 gardło
λαιμός -
24 gardziel
λαιμός -
25 przełyk
λαιμός -
26 λαιμούς
λαιμόςthroat: masc acc pl -
27 λαιμόν
λαιμόςthroat: masc acc sg -
28 λαιμώ
λαιμόςthroat: masc nom /voc /acc dual -
29 boğaz
λαιμός, λαρύγγι, πορθμός -
30 boyun
λαιμός, τράχηλος, σβέρκο -
31 gerdan
λαιμός, τράχηλος -
32 gırtlak
λαιμός, λάρυγγας, λαρύγγι -
33 горло
-а ουδ.1. λαιμός, το μπροστινό μέρος αυτού•схватить за горло αρπάζω (πιάνω) από το λαιμό.
|| λάρυγγας•у меня болит горло μου πονά ο λαιμός•
у меня першит в -е με τρώει ο λαιμός•
у меня пересохло в -е μου στέγνωσε ο λάρυγγας.
2. στενό μέρος αντικειμένου•-бутылки ο λαιμός του μποκαλιού•
горло залива ο λαιμός του κόλπου.
εκφρ.по горло – ως το λαιμό (για βάθος)•кричать во все горло – ξελαρυγγίζομαι από τις φωνές•слова застряли в горло – κομπιάζω κατά την ομιλία•быть занятым по горло – είτ μαι πνιγμένος από δουλειά•сыт по горло – (κυρλξ. κ. μτφ.) είμαι χορτάτος ως το λαιμό•пристать с ножом к -у – βάζω το μαχαίρι στο λαιμό (απαιτώ επίμονα)•брать (взять), схватить за— – πιάνω από το λαιμό (εξαναγκάζω)•промочить горло – βρέχω λιγάκι το λάρυγγα (πίνω λιγάκι)•слезы ή рыдания поступили к -у – είναι ετοιμος να κλάψει, τον πήρε το παράπονο•поперек стать ή вставать – κ.τ.τ. μου κάθεταΐι τσάχαλο στο μάτι (ενοχλεί, εμποδίζει). -
34 горло
горло с о λαιμός, το λαρύγγι дыхательное \горло η τραχεία у меня болит \горло έχω τα λαιμά μου в \горлое пересохло ξεράθηκε το λαρύγγι μου ◇ я занят по \горло είμαι πνιγμένος στη δουλειά* * *сο λαιμός, το λαρύγγιдыха́тельное гор́ло — η τραχεία
у меня́ боли́т гор́ло — έχω τα λαιμά μου
в гор́ле пересо́хло — ξεράθηκε το λαρύγγι μου
••я за́нят по гор́ло — είμαι πνιγμένος στη δουλειά
-
35 шея
-
36 λαιμώ
λαιμάωpres imperat mp 2nd sgλαιμάωpres subj act 1st sg (attic epic ionic)λαιμάωpres ind act 1st sg (attic epic ionic)λαιμάωpres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)λαιμάωpres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)λαιμάωimperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)λαιμόςthroat: masc gen sg (doric aeolic)——————λαιμάωpres opt act 3rd sgλαιμόςthroat: masc dat sg -
37 neck
I [nek] noun1) (the part of the body between the head and chest: She wore a scarf around her neck.) λαιμός2) (the part of an article of clothing that covers that part of the body: The neck of that shirt is dirty.) γιακάς3) (anything like a neck in shape or position: the neck of a bottle.) λαιμός•- necklace- neckline
- necktie
- neck and neck II [nek] verb(to kiss, hug and caress (passionately); to pet.) φιλώ και χαϊδεύω ερωτικά -
38 throat
[Ɵrəut]1) (the back part of the mouth connecting the openings of the stomach, lungs and nose: She has a sore throat.) λαιμός, λάρυγγας2) (the front part of the neck: She wore a silver brooch at her throat.) λαιμός•- - throated- throaty
- throatily
- throatiness -
39 λῑρός
λῑρόςGrammatical information: adj.Meaning: `bold, shameless, lewd' (Call. Fr. 229, Alex. Aet. 3, 30).Derivatives: λιραίνει ἀναιδεύεται H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unexplained. Often connected with λαιμός, but with divergent further connections, s. Bq and WP. 2, 377 (cf. on λαιμός). Formally closer, semantically not farther, connection with λιμός `hunger'. - Not with Hoffmann Dial. 3, 372 (to λελιημένος); nor with Prellwitz (to Skt. līlā `play'); unconvincing Fur. 240.Page in Frisk: 2,128Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λῑρός
-
40 πολυ-χανδής
πολυ-χανδής, ές, viel fassend; ὅλμος, Nic. Th. 951; λαιμός, Nonn. D. 11, 162.
См. также в других словарях:
λαιμός — throat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… … Dictionary of Greek
λαιμός — ο πληθ. οι λαιμοί και τα λαιμά 1. το τμήμα του σώματος ανάμεσα στο κεφάλι και το στήθος: Φορούσε ένα μενταγιόν στο λαιμό. 2. ο πληθ., τα λαιμά η ασθένεια του λαιμού, αμυγδαλίτιδα, φαρυγγίτιδα κτλ.: Υποφέρει από τα λαιμά της. 3. φρ., «Τον πήρα στο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαιμούς — λαιμός throat masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμόν — λαιμός throat masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμώ — λαιμός throat masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
σφάραγος — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «βρόγχος, τράχηλος, λαιμός, ψόφος» 2. φάρυγγας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σφάραγος με σημ. «ψόφος» συνδέεται με το ρ. σφαραγοῦμαι* και έχει σχηματιστεί μτγν. πιθ. από το σύνθ. σε σφάραγος (πρβλ. ασφάραγος (II), ἐρισφάραγος), κατά το… … Dictionary of Greek
τράχηλος — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης. * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α 1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο… … Dictionary of Greek
ασφάραγος — (I) ἀσφάραγος, ο (Α) φάρυγγας, λαιμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ακριβής σημασία της λ. οδηγεί στη σύνδεσή της με τη λ. φάρυγξ, ενώ ο παράλληλος τ. σφάραγος προέκυψε ίσως από παρετυμολογική επίδραση του ρ. σφαραγούμαι «τρίζω, εξογκώνομαι,… … Dictionary of Greek