-
1 λαίθαργος
-
2 λάθ-αργος
λάθ-αργος, = λήϑαργος, bei B. A. 50 von Hunden, λαϑροδήκτης erkl. Vgl. λαίϑαργος.
-
3 λήθαργος
λήθαργος, ον, 1) vergessend, nach Phryn. p. 418 bei Men. u. a. Sp., = dem älteren ἐπιλήσμων; vgl. Mel. 90 (V, 152) λήϑ. φιλούντων, auch κακῶν, 55 (XII, 801, u. Lob. zu Phryn. a. a. O. – Von Hunden, tückisch, Zenob. 4, 90, προςσαίνων μέν, λάϑρα δὲ δάκνων, wie Schol. Ar. Equ. 1028 auch von Pferden, stätisch, οἱ νωϑροὶ ἵπποι, s. λαίϑαργος. – 2) subst. ὁ λ., Schlafsucht, Hippocr.; Emp. adv. eth. 136; Lycophr. 241.
См. также в других словарях:
λαίθαργος — και λάθαργος, ον (Α) 1. (για σκύλο) αυτός που δαγκώνει ύπουλα, χωρίς να γαυγίσει, κρυφοδαγκανιάρης 2. λαθραίος, κρυφός, μυστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. λήθαργος και πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ., κατά τους εκφραστικούς τ. που… … Dictionary of Greek
λαίθαργος — biting secretly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιθάργως — λαίθαργος biting secretly adverbial λαίθαργος biting secretly masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαίθαργον — λαίθαργος biting secretly masc/fem acc sg λαίθαργος biting secretly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιθάργους — λαίθαργος biting secretly masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιθάργῳ — λαίθαργος biting secretly masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαίθαργοι — λαίθαργος biting secretly masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάθαργος — λάθαργος, ὁ (Α) 1. ξύσμα δέρματος 2. (κατά τον Ησύχ.) «σκώληξ» 3. λαίθαργος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
λαικάζω — (Α) 1. πορνεύω («βουλὴν πατήσεις καὶ στρατηγοὺς κλαστάσεις..., ἐν πρυτανείῳ λαικάσεις», Αριστοφ.) 2. εξαπατώ 3. φρ. απρόσ. «οὐχὶ λαικάσει;» λεγόταν ως υβριστική έκφραση. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό μεταπλασμό τής λ. ληκῶ με αι (πρβλ.… … Dictionary of Greek