Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

λαϑροδήκτης

См. также в других словарях:

  • λαθροδήκτης — biting secretly masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαθροδήκτης — (Latrodectus). Γένος μικρών, δηλητηριωδών αραχνών της τάξης araneae, της οικογένειας therididae. Ξεχωρίζει από τα κόκκινα στίγματα που φέρει στη μαύρου χρώματος κοιλιά της. Ζει κατά μέσο όρο 1 έως 3 χρόνια και τα θηλυκά γεννούν χιλιάδες αβγά το… …   Dictionary of Greek

  • λαθροδῆκται — λαθροδήκτης biting secretly masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαθροδήκτην — λαθροδήκτης biting secretly masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαθρ(ο)- — (AM λαθρ[ο] ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που ανάγεται είτε στο επίρρ. λάθρα (πρβλ. λαθροβόλος, λαθρόνυμφος) είτε στο επίθ. λαθραῑος (πρβλ. λαθροθεατής) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται… …   Dictionary of Greek

  • αράχνες — Αρθρόποδα που αποτελούν τη μεγαλύτερη τάξη της ομοταξίας των αραχνιδίων. Το σώμα τους αποτελείται κατά κανόνα από δύο μέρη, χωρίς αρθρώσεις, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με έναν λεπτό μίσχο: το μπροστινό μέρος, που αποκαλείται πρόσωμα… …   Dictionary of Greek

  • αραχνίδια ή αραχνοειδή — (arachnoidea). Ομοταξία αρθροπόδων ζώων. Το σώμα των ζώων αυτών χωρίζεται σε δύο τμήματα: το εμπρός που αποκαλείται πρόσωμα (ή κεφαλοθώρακας) και το πίσω που αποκαλείται οπισθόσωμα (ή κοιλία). Τα πρώτα προστοματικά τους εξαρτήματα λέγονται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»