-
1 λήθαργος
λήθαργος, ον, 1) vergessend, nach Phryn. p. 418 bei Men. u. a. Sp., = dem älteren ἐπιλήσμων; vgl. Mel. 90 (V, 152) λήϑ. φιλούντων, auch κακῶν, 55 (XII, 801, u. Lob. zu Phryn. a. a. O. – Von Hunden, tückisch, Zenob. 4, 90, προςσαίνων μέν, λάϑρα δὲ δάκνων, wie Schol. Ar. Equ. 1028 auch von Pferden, stätisch, οἱ νωϑροὶ ἵπποι, s. λαίϑαργος. – 2) subst. ὁ λ., Schlafsucht, Hippocr.; Emp. adv. eth. 136; Lycophr. 241.
-
2 λήθαργος
-
3 λαίθαργος
-
4 ληθαργία
ληθαργία, ἡ, = λήϑαργος 2, Sp.
-
5 ληθήμων
-
6 ληθ-ώδης
-
7 λάθ-αργος
λάθ-αργος, = λήϑαργος, bei B. A. 50 von Hunden, λαϑροδήκτης erkl. Vgl. λαίϑαργος.
-
8 ἐνεός
ἐνεός (vgl. ἄνεως), auch ἐννεός geschr, sprachlos, stumm; neben κωφός Plat. Theaet. 206 d, wie Arist. sens. 1 probl. 33, 1; vgl. H. A. 4, 9 ὅσοι κωφοὶ γίνονται ἐκ γενετῆς, πάντες καὶ ἐννεοὶ γίνονται, also taubstumm, wie Xen. An. 4, 5, 33. – Auch = dumm, εὐήϑεις – ἄκακοι καὶ ἄπειροι καὶ ἐνεοί Plat. Alc. II, 140 d; B. A. 251 ἐνεὸς ὁ διὰ μωρίαν λήϑαργος καὶ ἀμνήμων. – Adv., Orac. Polyaen. 6, 53.
См. также в других словарях:
λήθαργος — biting secretly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήθαργος — Βαθύτατος και συνεχής ύπνος· μεταφορικά, η πλήρης αδράνεια. (Βοτ.) Στάδιο μειωμένης φυσιολογικής δραστηριότητας που εκδηλώνεται από ορισμένα σπόρια, σπέρματα ή οφθαλμούς φυτών. Πρόκειται για μία κατάσταση παρεμπόδισης της ανάπτυξης από έναν… … Dictionary of Greek
λήθαργος — ο βαθύς και συνεχής ύπνος, νάρκη: Νύσταζε τόσο που μόλις ξάπλωσε έπεσε σε λήθαργο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θερινοποίηση ή καλοκαιρινός λήθαργος — Είδος νάρκης στην οποία καταφεύγουν το καλοκαίρι πολλοί φυτικοί και ζωικοί οργανισμοί για να αντιμετωπίσουν την ξηρασία, την απώλεια υγρασίας και τη μειωμένη παρουσία τροφής. Κατά τη διάρκειά της ο ρυθμός αύξησης του οργανισμού μειώνεται αισθητά… … Dictionary of Greek
λήθαργον — λήθαργος biting secretly masc/fem acc sg λήθαργος biting secretly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληθάργοις — λήθαργος biting secretly masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληθάργου — λήθαργος biting secretly masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληθάργους — λήθαργος biting secretly masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληθάργων — λήθαργος biting secretly masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληθάργῳ — λήθαργος biting secretly masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήθαργε — λήθαργος biting secretly masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)