Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λίνοιο

См. также в других словарях:

  • Λίνοιο — Λίνος the song masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίνοιο — λίνον anything made of flax neut gen sg (epic) λίνος the song masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώας — κῶας και κῶς, τὸ (Α) 1. μαλακό δέρμα προβάτου που άπλωναν ως κάλυμμα σε καθίσματα ή κρεβάτια («στόρεσαν λέχος... κώεά τε ῤῆγός τε λίνοιό τε λεπτόν ἄωτον», Ομ. Ιλ.) 2. το χρυσόμαλλο δέρας («λέγεται τὸν Ἡρακλέα καταλειφθῆναι ὑπὸ Ἰήσονός τε καὶ τῶν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»