-
21 λαροῖσ'
-
22 λαροίσιν
-
23 λαροῖσιν
-
24 λαροτέρην
λᾱροτέρην, λαρόςpleasant to the taste: fem acc comp sg (epic ionic) -
25 λαρού
-
26 λαροῦ
-
27 λαρώ
-
28 λαρῷ
-
29 λαρά
λᾱρά, λαρόςpleasant to the taste: neut nom /voc /acc pl -
30 λαρότατος
λᾱρότατος, λαρόςpleasant to the taste: masc nom superl sg -
31 λαρότερος
λᾱρότερος, λαρόςpleasant to the taste: masc nom comp sg -
32 λαρώτατος
λᾱρώτατος, λαρόςpleasant to the taste: masc nom sg -
33 λάρω
-
34 λάρῳ
-
35 κήξ
-
36 κράβος
-
37 λαρίς
-
38 λαροειδής
A like a sea-mew, Tz.ad.Lyc.76.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαροειδής
-
39 δεύω
δεύω (1), ipf. ἔδευε, δεῦε, iter. δεύεσκον, pass. pr. δεύεται, ipf. δεύετο, -οντο: wet, moisten; as mid., ( λάρος) πτερὰ δεύεται ἅλμῃ, Od. 5.53.δεύω (2) ( δέϝω), of act. only aor. 1 ἐδεύησε, mid. δεύομαι, opt. 3 pl. δευοίατο, ipf. ἐδευόμην, fut. δευήσομαι: act. (aor. 1), lack; ἐδεύησεν δ' οἰήιον ἄκρον ἱκέσθαι, ‘came short’ of reaching the end of the rudder, Od. 9.540; mid., be lacking or wanting in, be without or away from, inferior to ( τινός); οὐδέ τι θῦμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐίσης, Il. 1.468, etc.; also abs., δευόμενος, Il. 1.134; μάχης ἄρα πολλὸν ἐδεύεο, Il. 17.142, Il. 13.310; πάντα δεύεαι Ἀργείων, Il. 23.484.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δεύω
-
40 καύαξ
Other forms: καύηξ, - ηκος m. (Antim., hell.), also κήξ f. (ο 479) and κῆϋξ m. (Babr., Dionys. Av.)Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Ending as in ἱέραξ, ἴρηξ a. o. (Chantraine Formation 380). No etym. One mentions bird names like Welsh cuan `screech-owl' and other Celtic words, from where Lat. cavannus `id.', OHG (with regular sound-shift) hūwo `owl'; with internal velar (reduplicated) καυκαλίας ὄρνις ποιός, καυκιάλης... ὄρνις H. [Skt. koka- m. name of a kind of goose (also `wolf'), hardly here.] Lith. kaukỹs m. name of a crying bird etc. Further primary verbs as Skt. káuti `cry', Lith. kaũkti `howl, moan' etc.; cf. on κωκύω. - Further forms Pok. 535f. and in the etym. dict., e. g. W.-Hofmann s. cavannus, Fraenkel Lit. et. Wb. s. kaũkti, Mayrhofer s. káuti; also Bq s. v. - καύαξ πανοῦργος Suid. as term of abuse from the comedy? s. Kretschmer KZ 31, 354. - The word with - ακ- is prob. Pre-Greek (so the second velar does not belong to the root). Cf. on κῶβαξ.Page in Frisk: 1,801-802Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > καύαξ
См. также в других словарях:
λαρός — λαρός, όν (Α) ευχάριστος στη γεύση, στην οσμή, στην όψη ή στην ακοή (α. «λαρώτατος οἶνος», Ομ. Οδ. β. «λαρὸν ἔπος», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο υπερθετικός τού επιθ. λᾱρώτατος με το ω τής κατάλ. αφήνει να εννοηθεί ότι το α τού τ. θα πρέπει στην… … Dictionary of Greek
λάρος — sea mew masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρος — ο (AM λάρος) είδος θαλάσσιου πτηνού, ο γλάρος («σεύατ ἔπειτ ἐπὶ κῡμα λάρῳ ὄρνιθι ἑοικώς», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. μτφ. (για δημαγωγό, ιδίως για τον Κλέωνα) άπληστος («λάρος κεχηνὼς ἐπὶ πέτρας δημηγορῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. ανόητος, μωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Για… … Dictionary of Greek
λαρός — λᾱρός , λαρός pleasant to the taste masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαρός, Γιόχαν — (Johann Laroche, Μπρατισλάβα 1745 – Βιέννη 1806). Γερμανός ηθοποιός του θεάτρου. Το όνομά του συνδέθηκε άρρηκτα με τον σκηνικό ήρωα Κάσπερλ, με τον οποίο κατέληξε να ταυτιστεί. Ο Κάσπερλ αποτελούσε τυπική μορφή της αυστριακής λαϊκής κωμωδίας. Στο … Dictionary of Greek
λάρε — λάρος sea mew masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάροι — λάρος sea mew masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάροις — λάρος sea mew masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρον — λάρος sea mew masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρου — λάρος sea mew masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρους — λάρος sea mew masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)