-
1 εδεύησε
-
2 ἐδεύησε
-
3 δεύω
δεύω (1), ipf. ἔδευε, δεῦε, iter. δεύεσκον, pass. pr. δεύεται, ipf. δεύετο, -οντο: wet, moisten; as mid., ( λάρος) πτερὰ δεύεται ἅλμῃ, Od. 5.53.δεύω (2) ( δέϝω), of act. only aor. 1 ἐδεύησε, mid. δεύομαι, opt. 3 pl. δευοίατο, ipf. ἐδευόμην, fut. δευήσομαι: act. (aor. 1), lack; ἐδεύησεν δ' οἰήιον ἄκρον ἱκέσθαι, ‘came short’ of reaching the end of the rudder, Od. 9.540; mid., be lacking or wanting in, be without or away from, inferior to ( τινός); οὐδέ τι θῦμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐίσης, Il. 1.468, etc.; also abs., δευόμενος, Il. 1.134; μάχης ἄρα πολλὸν ἐδεύεο, Il. 17.142, Il. 13.310; πάντα δεύεαι Ἀργείων, Il. 23.484.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δεύω
См. также в других словарях:
ἐδεύησε — δεύω 2 miss aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)